Του ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ*
Το βίντεο του δημοφιλέστερου τηλεοπτικού σταθμού της Γαλλίας, του TF1, έκανε τον γύρο του κόσμου με ταχύτητα αστραπής. Σκάφος του ισραηλινού πολεμικού ναυτικού εκτοξεύει βλήμα, καταστρέφοντας κάτι που μοιάζει με κοντέινερ, στην παραλία της Γάζας. Τέσσερα παιδιά που έπαιζαν μπάλα στην άμμο τρέχουν να απομακρυνθούν, μέχρι που ένα δεύτερο βλήμα τα σκοτώνει επιτόπου.
Το αποτρόπαιο περιστατικό της περασμένης Τετάρτης είχε μεγάλο πολιτικό κόστος για το Ισραήλ, όπως έδειξαν οι τοποθετήσεις ορισμένων από τους πιο σταθερούς φίλους του. Ο Μπιλ Κλίντον προειδοποίησε το Τελ Αβίβ ότι κινδυνεύει να βρεθεί όσο ποτέ άλλοτε απομονωμένο, ενώ ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Βρετανίας Νικ Κλεγκ έκανε λόγο για «συλλογική τιμωρία» των Παλαιστινίων.
Παρ’ όλα αυτά, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου αποφάσισε να διαβεί τον Ρουβίκωνα, διατάσσοντας την από καιρό αναμενόμενη εισβολή χερσαίων δυνάμεων,
η οποία άρχισε τη νύχτα της Πέμπτης προς Παρασκευή. Απόφαση, η οποία
αναμένεται να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερες απώλειες στις γραμμές των
Παλαιστινίων: την ώρα που έκλεινε η στήλη, οι νεκροί της παλαιστινιακής πλευράς προσέγγιζαν τους 300, εκ των οποίων περίπου οι μισοί ήταν γυναικόπαιδα, σύμφωνα με την αποστολή του ΟΗΕ στη Γάζα. Παράλληλα, ο
ισραηλινός στρατός άρχιζε να μετράει τα πρώτα θύματά του, κάτι που, αν
συνεχιστεί, απειλεί να διαβρώσει την υποστήριξη της πλειονότητας των
Ισραηλινών στην πολεμική εκστρατεία.
Εύλογα διερωτάται κανείς για ποιο λόγο αισθάνθηκε την ανάγκη ο Ισραηλινός πρωθυπουργός να αναλάβει το όχι ευκαταφρόνητο ρίσκο. Πολύ
περισσότερο που, όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου των ισραηλινών ενόπλων
δυνάμεων, η κυβέρνησή του δεν επιδιώκει να ανατρέψει τη διοίκηση της
ισλαμικής Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας, αλλά μόνο να επιφέρει ένα πλήγμα στις υποδομές της.
Οι
επίσημες τοποθετήσεις των Ισραηλινών επιτρέπουν να εικάσει κανείς ότι οι
βασικοί στόχοι τους είναι δύο: πρώτον, μια επίδειξη ισχύος ώστε να
πετύχουν μια νίκη γοήτρου πριν από την αναπόφευκτη εκεχειρία και,
δεύτερον, η ανατίναξη της κυβέρνησης εθνικής ενότητας που είχαν
σχηματίσει οι Παλαιστίνιοι, με στήριξη τόσο της Παλαιστινιακής Αρχής του
προέδρου Μαχμούντ Αμπάς όσο και της Χαμάς. Το μέγα ερώτημα που
παραμένει αναπάντητο είναι προς τι μια καινούργια πολεμική σύγκρουση
στην ταλαίπωρη αυτή περιοχή -η τρίτη μέσα σε έξι χρόνια- η οποία,
τελικά, θα επαναφέρει το status quo ante, δηλαδή μια εντελώς μη βιώσιμη και πάντα εκρηκτική τάξη πραγμάτων; Κάτι ανάλογο, δηλαδή, με αυτό που συνέβη με τις προηγούμενες εκεχειρίες του 2009 και του 2012.
Στην τελευταία περίπτωση, υπήρχε ένας αμοιβαία αποδεκτός μεσολαβητής: η Αίγυπτος. Μια χώρα που είχε υπογράψει συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ, έχοντας αποκαταστήσει ταυτόχρονα σχέσεις εμπιστοσύνης με τη Χαμάς, χάρη στον νέο ισλαμιστή πρόεδρό της Μοχάμεντ Μόρσι.
Αντίθετα, αυτή
τη φορά η νέα Αίγυπτος του στρατάρχη Σίσι, που έχει βάλει τον Μόρσι και
τους ισλαμιστές στη φυλακή, πρότεινε στους Παλαιστίνιους μια εκεχειρία
που δεν απείχε πολύ από την άνευ όρων παράδοση. Όπως έγραψε την
Πέμπτη ο βρετανικός Guardian, η Χαμάς δικαίως ζητούσε να απελευθερωθούν
οι Παλαιστίνιοι μαχητές που είχε ανταλλάξει το Ισραήλ με τον
συλληφθέντα δεκανέα του, Γκιλάντ Σαλίτ, για να τους συλλάβει εκ νέου τις
τελευταίες ημέρες, παραβιάζοντας τις δεσμεύσεις του, και να
αντιμετωπισθεί η ζοφερή ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα με την άρση ή
τουλάχιστον τη χαλάρωση του εμπάργκο. Ωστόσο, η Αίγυπτος όχι
μόνο δεν εξασφάλισε τίποτα εξ αυτών από τους Ισραηλινούς, αλλά και δεν
δεσμεύτηκε καν στους Παλαιστίνιους να ανοίξει η ίδια το πέρασμα της
Ράφα.
Τούτων δοθέντων, ο μόνος παράγοντας που θα μπορούσε να αποτρέψει τα χειρότερα είναι η αποφασιστική παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων και κυρίως της Ουάσιγκτον – η οποία, ωστόσο, αρκείται επί του παρόντος να επαναλαμβάνει ότι «το Ισραήλ έχει δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του»...
*Δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» της Κυριακής 20 Ιουλίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου