Του Ν. ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΥ*
Είναι μοιραίο, στην εποχή που υπέρλαμπρα αστέρια της βιομηχανίας του πολιτικού (;) θεάματος είναι οι Γεωργιάδηδες και οι Γιακουμάτοι, θέματα σοβαρά και μείζονα να μετατρέπονται σε «νούμερα» για τα μηχανάκια της AGB. Να αξιοποιούνται στον κατευθυνόμενο δημόσιο λόγο σαν εργαλεία με τα οποία έννοιες απόλυτα συνδεδεμένες με το «φως», όπως η γνώση και η μόρφωση, να μεταμορφώνονται στο αντίθετό τους, για να παραχθεί, τελικά, βαθύ σκοτάδι.
Ζούμε τις τελευταίες μέρες, για μια ακόμα φορά, το ζήτημα της Παιδείας, και ειδικότερα της Γλώσσας, να αξιοποιείται ως όχημα που υποβιβάζει το διάλογο σε μια άναρθρη χάβρα όπου πρωταγωνιστούν οι φορείς των δυο όψεων του ίδιου νομίσματος:
Από τη μια μεριά οι «συνωστισμένοι» στα πάσης φύσεως αστικά κομματικά θερμοκήπια του λεγόμενου «εκσυγχρονισμού». Δηλαδή εκείνου του τάχα «διεθνισμού» που διεκδικεί ρόλο «αριστερής» ιδεολογικής προμετωπίδας του «κοσμοπολιτισμού». Του «κοσμοπολιτισμού» που όσο κι αν ακκίζεται περί του αντιθέτου (σ.σ.: «ακκίζομαι», να μια ωραία λέξη της «νεκρής» αρχαίας ελληνικής γλώσσας, κ. Ρεπούση...),
ουδόλως σχετίζεται με την οικουμενικότητα του ανθρωπισμού. Και όταν
έρχεται σε επαφή μαζί του, εκλαμβάνει την οικουμενικότητα μόνο ως
«τουριστική ατραξιόν». Πρόκειται για τον «κοσμοπολιστισμό» που κανοναρχείται από το γεγονός ότι το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, και ως εκ τούτου αντιλαμβάνεται την έννοια «πατρίδα» σαν κάτι το οπισθοδρομικό.
Από την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, συμπαίχτης και παραστάτης του δήθεν «εκσυγχρονισμού», ορθώνεται ο σκοταδισμός. Με όλα του τα όπλα: Με την προγονοπληξία,
που όσο περισσότερο λεηλατείται η κοινωνία, όσο περισσότερο το «έθνος»
των κεφαλαιοκρατών καταπιέζει το «έθνος» των προλετάριων, τόσο
περισσότερο αυτή ομιλεί περί «εθνικής υπερηφάνειας».
Που όσο περισσότερο φτωχοποιείται η κοινωνία - όπως εύστοχα έχει
διατυπωθεί - «τόσο πιο υπερήφανη είναι για τις ελέω θεού
πνευματικές/εθνικές ρίζες της». Ο σκοταδισμός και το δίδυμο αδερφάκι
του, ο εθνικισμός, με τη βοήθεια των επικοινωνιολόγων που όπου ακούνε «λαός» αυτοί βλέπουν «αγέλη», σερφάρουν πάνω στο σανίδι της πατριδοκαπηλίας, παριστάνοντάς την για «πατριωτισμό». Αλλά η πατριδοκαπηλία τους - διαπιστωμένα - αποτελεί τη μέγιστη ύβρη και την απόλυτη προσβολή του γνήσιου πατριωτισμού.
Ολο αυτό το συναπάντημα ερίζει εσχάτως
γύρω από το ζήτημα της διδασκαλίας ή μη της αρχαίας ελληνικής και των
θρησκευτικών στα σχολεία.
Το ένα «στρατόπεδο» απαρτίζεται από τους εκκλησιαστικούς (αλλά και κάθε λογής πολιτικούς) «Ανθιμους», τους εν Χριστώ απεσταλμένους
στα ακροατήρια των χειροκροτητών του κ. Σαμαρά. Τους ίδιους που στο
πλαίσιο της «ελληνοχριστιανικής κατήχησης», του «πίστευε και μη ερεύνα»
και του κατά Ματθαίον «χαίρετε και αγαλλιάσθε ότι ο μισθός υμών πολύς»
αλλά μόνο... «εν τοις ουρανοίς», προέτρεπαν στην αρχή
των Μνημονίων όλες τις ελληνικές οικογένειες να πληρώσουν από 1.000 ευρώ
έκαστη για τη σωτηρία της χώρας...
Απέναντι σε αυτό το «κήρυγμα» θυμόμαστε τα λόγια του Λένιν ότι «σε κείνους που ζουν από ξένη εργασία, η θρησκεία διδάσκει την αγαθοεργία στην επίγεια ζωή, προσφέροντάς τους μια πολύ φτηνή δικαίωση για όλη την εκμεταλλευτική τους ύπαρξη και πουλώντας τους σε συμφέρουσα τιμή εισιτήρια για την επουράνια μακαριότητα».
Και ακόμα:
«Η πιο βαθιά πηγή των θρησκευτικών προλήψεων είναι η εξαθλίωση και η αμάθεια. Αυτά πρέπει να καταπολεμήσουμε», όπως έλεγε ο ηγέτης των Μπολσεβίκων, απευθυνόμενος στο 1ο Πανρωσικό Συνέδριο των Εργατών.
Θα ήταν ενδιαφέρον, λοιπόν, σε ένα
μάθημα θρησκειολογίας να μαθαίνουν τα παιδιά το πώς η εξαθλίωση και η
αμάθεια, όλα όσα πρέπει να καταπολεμηθούν δηλαδή, αποτελούν εκείνη τη
βαθιά πηγή από την οποία οι «άρχοντες» ανασύρουν και αξιοποιούν σαν «καταπραϋντικό» και σαν «παρηγόρια» για τους «δούλους» όλες τις θρησκείες του κόσμου.
Αλλά ένα τέτοιο σχολείο, δεν είναι
στις προθέσεις ούτε του κ. Ανθιμου, ούτε του κ. Αρβανιτόπουλου, ούτε των
«αριστερών» που φιλοδοξούν να είναι εκείνοι οι διαχειριστές του
συστήματος που έχει «άρχοντες» και «δούλους».
Το άλλο στρατόπεδο, το «εκσυγχρονιστικό», το «προοδευτικό», το άμα τε και «αριστερό» (!) είναι εκείνο που θεωρεί «νεκρό»
οτιδήποτε δε χαίρει εκτίμησης από την... «αγορά». Την καπιταλιστική
αγορά, βεβαίως. Και έχουν δίκιο: Η αρχαία ελληνική σκέψη και γλώσσα, αν
διδαχτεί όπως απαιτούν τα μηνύματα και η «λογική» που μας έχει κληροδοτήσει, δε συνάδει με την «αγορά» τους.
Απέναντι στο δικό τους «κήρυγμα», εμείς θυμόμαστε τον Ελύτη που έλεγε στους Ελληνες μετανάστες της Σουηδίας, το 1979:
«Κι αν μου το συγχωρείτε να σας δώσω
μια γνώμη - ακούστε την: όσο καλά κι αν ζείτε σ' αυτή τη φιλόξενη, την
ευγενική χώρα, όσο κι αν νιώθετε καλά και στεριώνετε, και κάνετε
οικογένεια - μην ξεχνάτε την πατρίδα μας, και προ
παντός, τη γλώσσα μας. Πρέπει να 'σαστε περήφανοι, να' μαστε όλοι
περήφανοι, εμείς και τα παιδιά μας για τη γλώσσα μας. Είμαστε οι μόνοι
σ' ολόκληρη την Ευρώπη που έχουμε το προνόμιο να λέμε τον ουρανό "ουρανό" και τη θάλασσα "θάλασσα" όπως την έλεγαν ο Ομηρος και ο Πλάτωνας πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Δεν είναι λίγο αυτό. Η
γλώσσα δεν είναι μόνον ένα μέσον επικοινωνίας. Κουβαλάει την ψυχή του
λαού μας κι όλη του την ιστορία και όλη του την ευγένεια.
Χαίρομαι κι αυτή τη στιγμή που σας μιλάω σ' αυτή τη γλώσσα και σας
χαιρετώ, σας αποχαιρετώ μάλλον, αφού η στιγμή έφτασε να φύγω».
Και τον Γκάτσο:
«Μια χούφτα είν' ο άνθρωπος από στυφό προζύμι/ γεννιέται σαν αρχάγγελος πεθαίνει σαν αγρίμι/ του μένει μόνο στη ζωή μια γλώσσα μια πατρίδα/
η πρώτη του παρηγοριά και η στερνή του ελπίδα/ Ολο το βιος κι η προίκα
του ένας καημός στα στήθια/ κι ο τόπος που τον γέννησε η δυνατή του
αλήθεια/ Για δέστε κείνο το παιδί με τα γερά τα χέρια/ πώς οδηγεί τ'
αδέρφια του ν' ανέβουν ως τ' αστέρια/ κι απ' τα βουνά της Ρούμελης και
τα νησιά του νότου ένας πανάρχαιος παππούς κοιτάει τον εγγονό του».
Και τον Αισχύλο:
«βορβόρω δ' ύδωρ λαμπρόν μιαίνων ούποθ' ευρήσεις ποτόν» (με βούρκο αν το μολύνεις από πού θα πιεις καθαρό νερό).
Και τον Ενγκελς που τόνιζε ότι «οι πολυποίκιλες μορφές της ελληνικής φιλοσοφίας περιέχουν σε έμβρυο, εν τω γεννάσθαι τρόπους θεώρησης του κόσμου» και που απευθυνόταν με τα παρακάτω «τρυφερά» λόγια στους «πνευματώδεις εξυπνάκηδες» της εποχής του:
«Ω Φιλισταίοι καθίστε πρώτα και μάθετε
τα ελληνικά κι όταν τελειοποιηθείτε σ' αυτά, τότε ελάτε να τα πούμε.
Μόνον εκείνοι που ξέρουν ελληνικά μπορούν να συζητούν σωστά».
Αλλά ένα τέτοιο σχολείο, όπου θα
προάγεται το «φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ
μαλακίας» δεν είναι στις προθέσεις εκείνων που υπηρετούν και αναπαράγουν
ένα σύστημα που έχει «άρχοντες» και «δούλους».
*Δημοσιεύθηκε στο "ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ" την Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου