Ο πατέρας μου έφυγε για το πόλεμο και δεν τον ξαναείδαμε ποτέ…
Μόνο ένα γράμμα μας έστειλε που έλεγε στην μάνα μου ότι μας αγαπούσε
κι έλεγε νά ‘χουμε θάρρος.
Τότε ήμουν οχτώ χρονών… Αλλά θυμάμαι ακόμη τη μάνα μου να σηκώνει
τα μανίκια της και να δουλεύει δίχως να διαμαρτύρεται…
Εκείνη πήγαινε στο χωράφι, το όργωνε, το έσπερνε, εκείνη μάζευε τους κόπους
της…
Μόνη.
Εμείς είμασταν δυο αδέρφια όλα κι όλα. Κορίτσια…
Τι να κάναμε;… Όπως μπορούσαμε τη βοηθούσαμε…
Αλλά τη θυμάμαι σα νά ‘ταν χτες…
Όλη μέρα στο πόδι. Να πλένει, να ζυμώνει, να οργώνει, να μαγειρεύει,
να πλέκει, να φτιάχνει ό,τι μπορείς να φανταστείς…
Εκείνες ήταν γυναίκες.
Δυνατές.
Θαρραλέες.
Δεν το έβαζαν κάτω…
Κι ύστερα έφτασαν κι οι Γερμανοί.
Και στη Σύμη οι αντάρτες τους στήσαν ενέδρα…
Σκοτώσαν πολλούς τότε.
Μα οι Γερμανοί πολύ ενοχλήθηκαν από αυτό… Και διέταξαν να σκοτώσουν
σ’ όλα τα χωριά τους άντρες και τις γυναίκες και τα παιδιά…
Και σκοτώνανε τα παιδιά.
Και τα παλικάρια…
Και τους γέρους.
Και τις μανάδες.
Όλους.
Τα χωριά κάηκαν… Κάηκε και το σπίτι μας… Σκοτώσαν τα ξαδέρφια μου…
Τους χωριανούς.
Κι είπαν: “Δεν θα τους θάψετε!”
Μα η μάνα μου το βράδυ πήγε…
Και μάζωξε τα ξαδερφια μου πού ‘ταν πεταμένα και τους έκανε μνήμα…
Κι έβαλε και σταυρό…
και προσευχήθηκε.
Θυμάμαι.
Μετά χτίζαμε το σπίτι μας.
Κι αυτόν εδώ που τον βλέπεις· (δείχνει τον άντρα της) τον γνώρισα μέσα στις δυσκολίες,
μες την πείνα και τα βάσανα.
Αλλά τον αγάπησα…
γιατί ήταν καλός κι είχε κι αυτός πολεμήσει.
Ήταν μόνο δεκαεφτά χρονώ.
Έχασε κι εκείνος τους δικούς του.
Όλους.
Μα δεν τό ‘βαλε κάτω…
Μ’ αγάπησε και τον αγάπησα… και με σεβασμό ο ένας για τον άλλο
τα καταφέραμε.
Και κάναμε και τα παιδιά μας, κάναμε τ’ αγγόνια μας.
(Έσκυψε το κεφάλι της κάτω.)
Αλλά τώρα….
Τώρα αυτό που βλέπουν τα μάτια μου… δε το φαντάζομουν ποτέ…
Εσείς. Τ’ αγγόνια μας, τα παιδιά μας… να ζήσετε αυτά που τραβήξαμε εμείς.
Να μην έχετε δουλειές, να μην μπορείτε να ζήσετε, να μην έχει ο κόσμος
φαΐ, να σας κοροϊδεύουν…
τι να πω…
Το βράδυ στην τηλεόραση όλο τα ίδια… Μόνο κακά μαντάτα.
Σταμάτησα να βλέπω πια. Γιατί στενοχωριέμαι, και δεν ξέρω πώς να σας βοηθήσω…
Μόνο να έπαιρνα ένα τηλέφωνο αυτούς που τα κάνουν αυτά και να τους εξηγούσα
ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε…
Αλλά μάλλον δε θα καταλάβουν, παιδάκι μου… Μάλλον, ναι. Σάμπως δεν βλέπουν
κι αυτοί; Σάμπως δεν ξέρουν τι κάνουν;
Σαν τους δοσίλογους στην κατοχή. Έτσι κι αυτοί…
Γιατί κατοχή είναι, παιδάκι μου, αυτό. Κι ας μην έχει όπλα· (κάνει τον σταυρό της)
ακόμη.
(Ο παππούς σκύβει στο μέρος μας και λέει:)
Αν δεν ξεσηκωθούμε εμείς… τίποτα δεν θα γίνει! Αν δεν σμίξουμε όλοι για να
διώξουμε όλους αυτούς που μας οδήγησαν εδώ, τίποτα δε θ’ αλλάξει. Στο λέω εγώ…
Θα γίνουν τα ίδια και χειρότερα.
Πρέπει όπως τότε!
Σαν τότε!
Που όλοι μαζί παλέψαμε τους Γερμανούς…
Έτσι και τώρα… Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Εσείς οι νέοι να το κάνετε αυτό…
(Έπειτα σώπασαν. Για λίγο χάθηκαν στις σκέψεις τους. Θυμήθηκαν
ίσως εκείνα τα χρόνια…
Η γιαγιά σήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε.)
Τα μάτια σου δείχνουν ότι είσαι καλό παιδί, Γιάννη μου. Σε κοιτώ και
στενοχωριέμαι που δεν μπορώ να κάνω κάτι για να σας βοηθήσω. Τώρα
μεγάλωσα πια, μεγαλώσαμε… Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να λέω
ιστορίες… Δεν ξέρω αν μπορούν να φανούν χρήσιμες. Εμένα το μυαλό μου
δεν είναι σαν το δικό σας… Εσείς πρέπει να σκεφτείτε και να βρείτε το πιο
σωστό… Μα πρέπει να βιαστείτε… Να είστε αισιόδοξοι… Και να έχετε θάρρος!
Να μη φοβάστε!… Όλα τα παιδιά μαζί πρέπει να κάνετε κάτι… Και να πείτε
στον κόσμο την αλήθεια. Να μας την πείτε και σε μας… Για να την καταλάβουμε!
Το μυαλό μας εμάς μέχρι εκεί φτάνει… Εσείς κρατάτε τις τύχες όλων στα
χέρια σας. Μη μας υπολογίζετε εμάς. Τις δικές σας ζωές να σκεφτείτε.
Των παιδιών σας! και να κάνετε παιδιά… Να κάνετε!… Μη φοβηθείτε!…
Όλα τα μπορεί ο άνθρωπος.
(Έπειτα την πήραν τα δάκρυα… Συγκινήθηκε… Ίσως γιατί θυμήθηκε όλα
εκείνα που είχε κρυμμένα στην ψυχή της… όλα εκείνα που την στενοχωρούσαν)
Εντάξει, παιδάκι μου…
Μη με παρεξηγείς
Μεγάλος άνθρωπος είμαι
Ναι…
…είπε και σκούπισε τα μάτια της.
Του Νίκου Γεωργαντώνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου