"θάταν δώδεκα του Μάρτη, μεσημέρι Κυριακής
όταν έφευγες στρατιώτης μ΄ ένα τραίνο της γραμμής..."
και "έφυγε" στις 12 Μάρτη του 2005 !
Ο Σταύρος Κουγιουμτζής είχε γεννηθεί το 1932 στη Θεσσαλονίκη, σ' έναν προσφυγικό καταυλισμό κοντά στο Γεντί Κουλέ.
Τα πρώτα τραγούδια που άκουσε και αγάπησε ήταν αυτά που έφεραν οι
πρόσφυγες μαζί τους. Το σμυρνέικο κι αργότερα το λαϊκό πότισαν τις
πρώτες αναμνήσεις του. «Στην εποχή μου δεν υπήρχαν μόνο φτωχοί, υπήρχαν
και «υπόφτωχοι». Σ' αυτήν την κατηγορία ανήκα», έλεγε κάποτε ο ίδιος.
Κι όμως, παρά τις συνθήκες πενίας, η μάνα του, καπνεργάτρια, όταν
εκείνος είναι
5 ετών, του χαρίζει ένα γραμμόφωνο και μερικές πλάκες. «Φαίνεται», εξηγούσε ο ίδιος, «πως κάτι είδε σε εμένα και την κέντρισε...».
5 ετών, του χαρίζει ένα γραμμόφωνο και μερικές πλάκες. «Φαίνεται», εξηγούσε ο ίδιος, «πως κάτι είδε σε εμένα και την κέντρισε...».
Με τους κλασικούς
Το
μουσικό του παράθυρο ανοίγει για να μπουν οι μουσικές του Βαμβακάρη
και του Τσιτσάνη πρώτα και αργότερα των μεγάλων κλασικών. Στα 15, ο
Σταύρος Κουγιουμτζής, γοητευμένος από τον ήχο του πιάνου που άκουσε
πίσω από ένα κλειστό παράθυρο στην οδό Παύλου Μελά, γράφεται στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, μελετά πιάνο με τον Τώνη Γεωργίου και παίρνει πτυχίο αρμονίας, αντίστιξης και φούγκας με τον Σόλωνα Μιχαηλίδη. Αργότερα, στην Αθήνα πια, θα συμπληρώσει τις σπουδές του κάνοντας μαθήματα σύγχρονης μουσικής με τον Γιάννη Ανδρέου-Παπαϊωάννου.
«Δεν ήταν δυνατόν όταν αγαπούσα τον Τσιτσάνη να μην αγαπήσω και τον Μπαχ», έλεγε σε μια συνέντευξή του. Ούτε όμως και το αντίστροφο. Διότι παρότι στο ωδείο η λαϊκή μουσική ήταν απαγορευμένη, «σαν χολέρα ήτανε», ο νεαρός σπουδαστής δεν σταματά να ακούει λαϊκά και αρχοντορεμπέτικα. Από το 1952, για λόγους βιοπορισμού, αρχίζει να εργάζεται ως πιανίστας σε διάφορα νυχτερινά κέντρα της Θεσσαλονίκης.
Το 1960 γράφει σε δικούς του στίχους το πρώτο του τραγούδι, «Το Περιστεράκι», που το τραγουδά η Ζωίτσα Κουρούκλη. Οταν το ακούει ο (προ «Λύρας» ακόμα) Αλέκος Πατσιφάς, του λέει να γράψει λαϊκά τραγούδια. Κι αυτό ακριβώς κάνει: τα δύο πρώτα λαϊκά τραγούδια του, με δικούς του στίχους και πάλι, γίνονται αμέσως επιτυχίες. Ηταν το «Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά», που το τραγουδά ο Μανώλης Καναρίδης και το «Μη μου θυμώνεις μάτια μου» που το λέει ο Γιώργος Νταλάρας και μερικά χρόνια αργότερα ο Γιάννης Πουλόπουλος.
«Δεν ήταν δυνατόν όταν αγαπούσα τον Τσιτσάνη να μην αγαπήσω και τον Μπαχ», έλεγε σε μια συνέντευξή του. Ούτε όμως και το αντίστροφο. Διότι παρότι στο ωδείο η λαϊκή μουσική ήταν απαγορευμένη, «σαν χολέρα ήτανε», ο νεαρός σπουδαστής δεν σταματά να ακούει λαϊκά και αρχοντορεμπέτικα. Από το 1952, για λόγους βιοπορισμού, αρχίζει να εργάζεται ως πιανίστας σε διάφορα νυχτερινά κέντρα της Θεσσαλονίκης.
Το 1960 γράφει σε δικούς του στίχους το πρώτο του τραγούδι, «Το Περιστεράκι», που το τραγουδά η Ζωίτσα Κουρούκλη. Οταν το ακούει ο (προ «Λύρας» ακόμα) Αλέκος Πατσιφάς, του λέει να γράψει λαϊκά τραγούδια. Κι αυτό ακριβώς κάνει: τα δύο πρώτα λαϊκά τραγούδια του, με δικούς του στίχους και πάλι, γίνονται αμέσως επιτυχίες. Ηταν το «Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά», που το τραγουδά ο Μανώλης Καναρίδης και το «Μη μου θυμώνεις μάτια μου» που το λέει ο Γιώργος Νταλάρας και μερικά χρόνια αργότερα ο Γιάννης Πουλόπουλος.
«Να 'τανε το '21»
Το 1967
ο Σταύρος Κουγιουμτζής αποφασίζει να κατεβεί στην Αθήνα. Ετσι αρχίζει η
μεγάλη του συνεργασία με τη «MINOS» και κυρίως με τον νεαρό κι
ανερχόμενο τότε τραγουδιστή Γιώργο Νταλάρα. Εκείνος ερμηνεύει το
τραγούδι που θα γίνει η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Κουγιουμτζή: το
περίφημο «Να 'τανε το '21», σε στίχους της Σώτιας Τσώτου
(που μετά από τουρκική διαμαρτυρία αναμορφώνει τη λέξη «τουρκοπούλα»
από τους στίχους του τραγουδιού σε «ομορφούλα», με παράλληλη υποχρέωση
της απόσυρσης του δίσκου α' εγγραφής.
Αυτή είναι η πρώτη μιας αλυσίδας μεγάλων επιτυχιών, οι περισσότερες με τον Γιώργο Νταλάρα, αλλά και με τη Χαρούλα Αλεξίου («Χρόνια σαν βροχή», «Σου στέλνω χαιρετίσματα»), την Άννα Βίσση («Σ' αγαπώ», «Στα χρόνια της υπομονής»), τη Βίκυ Μοσχολιού, τον Αντώνη Καλογιάννη, τον Γιάννη Πάριο, τον Γιάννη Καλατζή, την Ελευθερία Αρβανιτάκη (στην οποία χαρίζει μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της, το «Κόκκινο φουστάνι») αλλά και τη σύντροφό του Αιμιλία Κουγιουμτζή. Αν και εξαιρετικός στιχουργός και ο ίδιος, συνεργάζεται και με άλλους κορυφαίους στιχουργούς (Μ. Ελευθερίου, Λ. Παπαδόπουλο, Ακο Δασκαλόπουλο, Μ. Μπουρμπούλη, Κ. Βίρβο κ.ά.). Και, λιγότερο συχνά, μελοποιεί και ποιητές. Σε ποίηση του Γιώργου Θέμελη, γράφει τα τραγούδια που περιλαμβάνονται στον δίσκο του «Ηλιοσκόπιο» και σε ποίηση Σεφέρη, Παπαδιαμάντη, Σαχτούρη, Χριστιανόπουλου και Ριτσιώνη τα τραγούδια του δίσκου «Μικραίνει ο κόσμος».
Τα τελευταία χρόνια είχε περιορίσει τη δραστηριότητά του από άποψη. Ανθρωπος χαμηλών τόνων, επέστρεψε το 1988 στη Θεσσαλονίκη, αναζητώντας μια «ήσυχη ζωή». Ζούσε σε ένα απλό διαμέρισμα στην Καλαμαριά με τη γυναίκα του Αιμιλία και τις κόρες του Δόρα και Μαρία. Αλλωστε, πλούσιος δεν έγινε ποτέ γιατί, όπως λένε όσοι τον γνώρισαν καλά, «πολύ απλά, αυτό δεν τον ενδιέφερε».
Αυτή είναι η πρώτη μιας αλυσίδας μεγάλων επιτυχιών, οι περισσότερες με τον Γιώργο Νταλάρα, αλλά και με τη Χαρούλα Αλεξίου («Χρόνια σαν βροχή», «Σου στέλνω χαιρετίσματα»), την Άννα Βίσση («Σ' αγαπώ», «Στα χρόνια της υπομονής»), τη Βίκυ Μοσχολιού, τον Αντώνη Καλογιάννη, τον Γιάννη Πάριο, τον Γιάννη Καλατζή, την Ελευθερία Αρβανιτάκη (στην οποία χαρίζει μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της, το «Κόκκινο φουστάνι») αλλά και τη σύντροφό του Αιμιλία Κουγιουμτζή. Αν και εξαιρετικός στιχουργός και ο ίδιος, συνεργάζεται και με άλλους κορυφαίους στιχουργούς (Μ. Ελευθερίου, Λ. Παπαδόπουλο, Ακο Δασκαλόπουλο, Μ. Μπουρμπούλη, Κ. Βίρβο κ.ά.). Και, λιγότερο συχνά, μελοποιεί και ποιητές. Σε ποίηση του Γιώργου Θέμελη, γράφει τα τραγούδια που περιλαμβάνονται στον δίσκο του «Ηλιοσκόπιο» και σε ποίηση Σεφέρη, Παπαδιαμάντη, Σαχτούρη, Χριστιανόπουλου και Ριτσιώνη τα τραγούδια του δίσκου «Μικραίνει ο κόσμος».
Τα τελευταία χρόνια είχε περιορίσει τη δραστηριότητά του από άποψη. Ανθρωπος χαμηλών τόνων, επέστρεψε το 1988 στη Θεσσαλονίκη, αναζητώντας μια «ήσυχη ζωή». Ζούσε σε ένα απλό διαμέρισμα στην Καλαμαριά με τη γυναίκα του Αιμιλία και τις κόρες του Δόρα και Μαρία. Αλλωστε, πλούσιος δεν έγινε ποτέ γιατί, όπως λένε όσοι τον γνώρισαν καλά, «πολύ απλά, αυτό δεν τον ενδιέφερε».
Τα τελευταία του
Το 1998
με προτροπή του Γιώργου Νταλάρα εμφανίστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
για τη βασισμένη στη βυζαντινή υμνογραφία μουσική του παράσταση «Ύμνοι
αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων» με ερμηνευτές τους Γιώργο Νταλάρα και Αιμιλία Κουγιουμτζή.
Η τελευταία του δισκογραφική παρουσία ήταν το 2001 με το «Εβρεχε ο κόσμος» και 11 τραγούδια που έγραψε για να τα πει η κόρη του, Μαρία Κουγιουμτζή, ο Γιώργος Χριστοδούλου και, ως συμμετέχων, ο τραγουδιστής των μεγάλων του επιτυχιών, ο Γιώργος Νταλάρας. «Και σήμερα βγαίνουν καλά τραγούδια, αλλά το όραμα του τραγουδιού, όπως το είχαμε από τον Θεοδωράκη ή τον Χατζιδάκι, έχει κατακερματιστεί. Τότε δίναμε σημασία στην ελληνικότητα του τραγουδιού που τώρα σχεδόν έχει εξαφανιστεί...», εξηγούσε τους λόγους της απουσίας του μιλώντας το 2001 στην «Ε» και στη Μαρία Βλαχοπούλου.
Η μουσική ως κεντρικός άξονας της ζωής του ήταν κι αυτός των γραπτών του, του αυτοβιογραφικού του αφηγήματος «Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια» («Εντευκτήριο» 1998 - «Κέδρος» 2001) και της συλλογής διηγημάτων «Στα διώροφα έμεναν οι όμορφες» («Κέδρος» 2000).
Ο συνθέτης έφυγε το Σάββατο 12 Μάρτη2005, στα 73 του χρόνια, από ανακοπή καρδιάς.
Η τελευταία του δισκογραφική παρουσία ήταν το 2001 με το «Εβρεχε ο κόσμος» και 11 τραγούδια που έγραψε για να τα πει η κόρη του, Μαρία Κουγιουμτζή, ο Γιώργος Χριστοδούλου και, ως συμμετέχων, ο τραγουδιστής των μεγάλων του επιτυχιών, ο Γιώργος Νταλάρας. «Και σήμερα βγαίνουν καλά τραγούδια, αλλά το όραμα του τραγουδιού, όπως το είχαμε από τον Θεοδωράκη ή τον Χατζιδάκι, έχει κατακερματιστεί. Τότε δίναμε σημασία στην ελληνικότητα του τραγουδιού που τώρα σχεδόν έχει εξαφανιστεί...», εξηγούσε τους λόγους της απουσίας του μιλώντας το 2001 στην «Ε» και στη Μαρία Βλαχοπούλου.
Η μουσική ως κεντρικός άξονας της ζωής του ήταν κι αυτός των γραπτών του, του αυτοβιογραφικού του αφηγήματος «Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια» («Εντευκτήριο» 1998 - «Κέδρος» 2001) και της συλλογής διηγημάτων «Στα διώροφα έμεναν οι όμορφες» («Κέδρος» 2000).
Ο συνθέτης έφυγε το Σάββατο 12 Μάρτη2005, στα 73 του χρόνια, από ανακοπή καρδιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου