Οι ευθύνες της Γερμανίας
Εάν ένας παρόμοιος κίνδυνος ελλοχεύει στις διεθνείς σχέσεις, με την άρνηση των πλεονασματικών χωρών να ανακυκλώνουν τα πλεονάσματά τους, όπως η Κίνα και οι αναδυόμενες οικονομίες, αυτός είναι ακόμη πιο δραματικός στο πλαίσιο της Ευρώπης, που υποτίθεται ότι βασίζεται σε συνεργατικό πνεύμα μεταξύ των χωρών - μελών της έναντι του υπόλοιπου κόσμου. Εν τούτοις το υπέρογκο γερμανικό ετήσιο πλεόνασμα, 6% του ΑΕΠ, προέρχεται κατά τα δύο τρίτα από την Ευρωζωνη. Όταν κάθε χρόνο αφαιρούνται από αυτήν 100 δισεκατομμύρια ευρώ, θα έπρεπε αυτά να επιστρέφουν στη νομισματική περιοχή είτε ως ιδιωτικές κεφαλαιακές ροές είτε ως δημόσιες είτε μέσω ευρωπαϊκών θεσμών, ώστε να αποφεύγεται η αποσταθεροποίηση της περιοχής.
Ισοδύναμη μορφή θα ήταν η ανακύκλωση των πλεονασμάτων στο εσωτερικό της Γερμανίας, με εντατικοποίηση επενδύσεων, αύξηση μισθών και ζήτησης. Ωστόσο, με τη σημερινή γερμανική πολιτική, τίποτε από αυτά δεν συμβαίνει: οι γερμανικές επενδύσεις δεν αυξάνονται, αλλά μειώνονται εντός της Ευρωζώνης, αλλά και εντός της Γερμανίας, ενώ παράλληλα οι εργατικοί μισθοί και η ζήτηση συγκρατούνται με πρόσχημα την αποφυγή του πληθωρισμού. Αντ' αυτού, τα πλεονάσματα όχι μόνον δεν ανακυκλώνονται και δεν αναπληρώνουν τα κενά που αφήνουν στην ευρωπαϊκή και γερμανική οικονομία, αλλά και συσσωρεύονται στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, με αποτέλεσμα ενίσχυση της κερδοσκοπίας, επιβράδυνση της οικονομίας, εκτίναξη της ανεργίας και φτώχειας στον ευρωπαϊκό παράδεισο, ακόμη και στον γερμανικό.
Αύξουσα ανισομέρεια
Αντί σύγκλισης, η ευρωπαϊκή συρρίκνωση εξωθεί τις χώρες σε αποκλίσεις και το σύνολο σε αύξουσα ανισομέρεια. Αυτό δεν ήταν μοιραίο ούτε αναγκαίο, αλλά προκύπτει από την αρπακτική και κοντόθωρη επιλογή της σημερινής γερμανικής ηγεσίας, η οποία δεν αντιλαμβάνεται ότι με τη μονομερή αφαίμαξη των εταίρων της υπονομεύει στο άμεσο μέλλον τη δίκη της δυνατότητα να εμφανίζεται δήθεν ηγεμονική σε έναν γεωπολιτικό χώρο που τελεί υπό κατάρρευση με δική της υπαιτιότητα.
Από το σημερινό πολύπλευρο ευρωπαϊκό αδιέξοδο η γερμανική Αριστερά θίγει μόνον την εσωτερική κοινωνική πλευρά, σχετικά με την ανάγκη των μισθολογικών αυξήσεων, ενώ παράλληλα αποφεύγει να αναφέρεται στις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της χώρας της, που όμως είναι αυτονόητες για την επιβίωση και επιτυχία της οικονομικής συμμαχίας, στην οποία η χώρα βασίζεται σήμερα. Η γενίκευση της λιτότητας στην Ευρώπη, με γερμανική πρωτοβουλία, δεν προωθεί ούτε την Ευρώπη ούτε τη Γερμανία, αλλά υπονομεύει αμφότερες. Η ευθύνη γι' αυτό δεν εμπίπτει στο ευρώ, αλλά στην καταστροφική διαχείρισή του.
Εν τούτοις, κάποιοι από τη γερμανική Αριστερά, προεξοφλώντας ότι η αλλαγή ευρωπαϊκής και γερμανικής πολιτικής αποτελεί «φρούδα ελπίδα», δεν αποφεύγουν τον πειρασμό σχετικά με την εγκατάλειψη του κοινού νομίσματος και την επιστροφή στα εθνικά νομίσματα, δηλαδή στις υποτιμήσεις, με πρότυπο πλέον όχι την ευρωπαϊκή ανάπτυξη, αλλά την εθνική. Είναι άραγε τυχαίο ότι στην πρόσφατη ανακοίνωσή του ο Όσκαρ Λαφοντέν αναφέρεται στον υπερσυντηρητικό Χανς Βέρνερ Ζιν σχετικά με την εγκατάλειψη του ευρώ ή και την αποπομπή από αυτό των αδύναμων οικονομιών του ευρωπαϊκού Νότου; Είναι άραγε τυχαίο ότι η αντιπρόεδρος της Linke Σάρα Βάγκενκνεχτ θεωρεί «βάσιμη» την κριτική στην ευρωπαϊκή πολιτική της Μέρκελ από το νέο δεξιό και υπερσυντηρητικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία»;
Άλλωστε από κοινού η Αριστερά με τη Δεξιά καταψηφίζουν τα προγράμματα στήριξης προς αδύναμες οικονομίες του Νότου και από κοινού επίσης έχουν κατ' επανάληψη προσφύγει στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης για ακύρωση των προγραμμάτων. Και ακόμη η Αριστερά φέρει βαρέως την πρόταση για ευρωομόλογα και αμοιβαιοποίηση των δημόσιων χρεών στην Ευρωζωνη και αυτό παρ' όλο που αποδέχεται τον ρόλο της ΕΚΤ ως τελικού πιστωτή, δηλαδή να αγοράζει κρατικά ομόλογα απεριόριστα.
Στην ουσία το ένα υποκαθιστά το άλλο, αλλά υπάρχει μια διαφορά που δεν έγκειται μόνον στις πολιτικές εντυπώσεις, αλλά και στο ότι από την απόκλιση επιτοκίων η «ασφαλής» Γερμανία αποκομίζει 21 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, δηλαδή όσο η εισφορά της στην Ευρωζωνη. Με τα ευρωομόλογα η Γερμανία χάνει 21 δισ. ευρώ, ενώ με τις αγορές από την ΕΚΤ διατηρεί, εάν όχι όλα, τουλάχιστον μέρος εξ αυτών.
Τέλος, η προσαρμογή κάθε χώρας μέσω υποτίμησης του εθνικού νομίσματός της πού αλλού οδηγεί, εάν όχι στο εθνικό υπόδειγμα προσαρμογής και στη συναφή πανωλεθρία του κόσμου της εργασίας, όπως έχει ήδη δείξει η οδυνηρή ιστορική εμπειρία του 1930;
Η μελέτη Φλάσμπεκ
Στην πρόσφατη μελέτη πρώην συνεργάτη του Λαφοντέν, του Χάινερ Φλάσμπεκ, με ελληνική συμβολή αδιάλλακτου συνήγορου της ελληνικής εξόδου από το ευρώ, που παρουσιάσθηκε υπό το βλέμμα του συμπροέδρου της Linke Μπερντ Ρίξινγκερ και της αντιπρόεδρου Σάρα Βάγκενκνεχτ, επισημάνθηκε ότι η Γερμανία αντιμετωπίζει τους εταίρους της ανταγωνιστικά και όχι με συνεργατικό τρόπο. Εν τούτοις συμπέρασμα της μελέτης δεν είναι η διόρθωση των κενών που οδηγούν το ευρώ στην πτώση, αλλά η βεβαιότητα ότι αυτό δεν σώζεται ούτε με πολιτική και οικονομική ενοποίηση του ευρωπαϊκού χώρου ούτε με σύστημα σταθεροποιητικών μεταβιβάσεων από τις πλεονασματικές περιοχές προς τις ελλειμματικές, προϋπόθεση που όμως είναι στοιχειώδης και ισχύει σε όλες τις νομισματικές περιοχές του κόσμου, ακόμη και στο εσωτερικό της Γερμανίας, μεταξύ δυτικής και ανατολικής πλευράς της.
Για το τελευταίο σημείο, η μελέτη που παρουσιάστηκε από το ίδρυμα "Ρόζα Λούξεμπουργκ" μνημονεύει το αμίμητο επιχείρημα ότι οι μεταβιβάσεις σταθεροποιητικών πόρων δεν γίνονται αποδεκτές μεταξύ ανεξαρτήτων και κυρίαρχων κρατών, καθ' όσον απορρίπτονται όχι από τις πλεονασματικές χώρες, αλλά από τις ελλειμματικές, αφού καμία από αυτές δεν θα δεχόταν να περιέλθει έτσι σε καθεστώς εξάρτησης από τη Γερμανία!
Πόρισμα του συμπεράσματος: Εάν σήμερα οι χώρες του Νότου καταποντίζονται, αυτό δεν οφείλεται στην εφεκτικότητα της Γερμανίας να τις στηρίξει, αλλά στην επιλογή των ίδιων των χωρών, από φόβο να μην βρεθούν ακόμη περισσότερο εξαρτημένες από τη γερμανική ισχύ!
Απεμπλοκή από την Ευρωζώνη;
Ομοίως, ο Έλληνας συνεργάτης του Φλάσμπεκ διεκτραγωδεί τον «αδιέξοδο δρόμο», που σήμερα ακολουθεί η Ελλάδα, «προκείμενου να παραμείνει στην Ευρωζώνη», συνιστώντας την απεμπλοκή από αυτήν, προκειμένου να αλλάξει πορεία προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης. Ωστόσο, αφού είναι σε όλους γνωστό ότι τα προγράμματα προσαρμογής μέσω λιτότητος του ΔΝΤ έχουν ήδη αποτύχει σε 150 χώρες του κόσμου, στις οποίες έχουν εφαρμοσθεί, είναι σαφές ότι η οπωσδήποτε καταστροφική λιτότητα για τη χώρα μας δεν αποτελεί ειδική ευρωπαϊκή επιλογή, ώστε να υποθέσει κάποιος ότι εκτός Ευρώπης θα υπήρχε διαφορετική εναλλακτική και αναπτυξιακή επιλογή.
Απλώς, θα ανέμενε κανείς ότι η Ευρώπη δεν θα έφθανε στο σημείο να εφαρμόζει και αυτή εις βάρος των χωρών - μελών της την πολιτική του ΔΝΤ που έχει ήδη αποτύχει στις εκτός Ευρώπης χώρες του κόσμου. Κι ακόμη, όσες χώρες αποτίναξαν τις οδηγίες του ΔΝΤ, όπως η Αργεντινή και ο Ισημερινός, όχι μόνον δεν απέφυγαν τη λιτότητα και την πτώση του βιοτικού επιπέδου του κόσμου της εργασίας, αλλά και συνεχίζουν μέχρι σήμερα, περισσότερο από μια 12ετια, να μην μπορούν να ξεκολλήσουν από αυτήν.
Εάν στη διεθνή οικονομία οι ελλειμματικές και υπερχρεωμένες χώρες δεν μπορούν να βασίζονται παρά στην αντισταθμιστική ανάπτυξη των πλεονασματικών, όπως σωστά υπογραμμίζεται στη μελέτη του Φλάσμπεκ, στην ευρωπαϊκή οικονομία οι ελλειμματικές και υπερχρεωμένες θα είχαν κάθε δικαίωμα στην απευθείας στήριξη από τις πλεονασματικές, εάν όχι λόγω αυτονόητης αλληλεγγύης μεταξύ χωρών στο κοινό νόμισμα, κυρίως λόγω της ανάγκης για σταθεροποίηση και συνοχή του ευρωπαϊκού συνόλου.
Ωστόσο, αυτό ακριβώς το κρίσιμο σημείο η επίμαχη μελέτη αδικαιολόγητα υποβαθμίζει και ανυποψίαστα προσπερνά.
kvergo @gmail.com
Πηγή: Αυγή της Κυριακής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου