http://left.gr
Οι
συνθήκες διάπραξης του εγκλήματος και η συμμετοχή σε αυτό μελών
παρακρατικών οργανώσεων, που υποκινήθηκαν από τους επίσημους μηχανισμούς
κοινωνικού ελέγχου, κυρίως την Αστυνομία, έχουν φωτιστεί αρκετά στο
χρονικό διάστημα που μεσολάβησε.
Της Στέλλας Νιώτη.
Το ενδιαφέρον, λοιπόν, στρέφεται στην προσπάθεια ανάγνωσης των
συνθηκών του γεγονότος από κοινωνιολογική και εγκληματολογική οπτική,
ώστε να κατανοηθεί το πλαίσιο της δράσης των παρακρατικών οργανώσεων και
να αντληθούν συμπεράσματα για τα σύγχρονα φαινόμενα τρομοκράτησης και
διασποράς του φόβου στην κοινωνία. Η συνοπτική αναφορά στα γεγονότα και
τις συνθήκες της δολοφονίας εξυπηρετεί τις ανάγκες κατανόησης του
ευρύτερου πλαισίου που συνέβαλε στη συγκρότηση των παρακρατικών
οργανώσεων και κατηύθυνε τη δράση τους, με σκοπό τη συντήρηση και
αναπαραγωγή των συσχετισμών εξουσίας και την αποτροπή του ενδεχόμενου
μιας αριστερής διακυβέρνησης.
Η επιλεκτική αναφορά σε βιβλιογραφικές πηγές συγκεκριμένης
επιστημονικής και πολιτικής προσέγγισης έλαβε υπόψη της τις ανάγκες της
πιστότερης αναπαράστασης του γεγονότος, με σκοπό την ανάδειξη του
πλαισίου και των διαδικασιών που οδήγησαν στη δολοφονία του Γρηγόρη
Λαμπράκη.
Το εγχείρημα δεν θα είχε ολοκληρωθεί χωρίς τη στήριξη και την
πληροφόρηση που μου παρείχε το Ίδρυμα Ανδρέα Λεντάκη, το οποίο και έθεσε
στη διάθεσή μου το έργο του «Το Παρακράτος και η 21η Απριλίου». Η
επικαιρότητα των προσεγγίσεων του Α. Λεντάκη και η ενδελεχής εξέταση του
θέματος αποτέλεσαν σημαντικούς οδηγούς μου, σε σημείο που, σε αρκετά
σημεία, η προτεινόμενη ανάγνωση να περιορίζεται σε μια διαφορετική
οργάνωση και παρουσίαση του προϋπάρχοντος υλικού.
1. Συνοπτική αφήγηση της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη
Στις 22 Μαΐου 1963 η Επιτροπή Ειρήνης της Θεσσαλονίκης οργάνωσε
συγκέντρωση για τους Φίλους της Ειρήνης με ομιλητή τον Γρηγόρη Λαμπράκη,
η οποία αρχικά είχε ανακοινωθεί ότι θα γινόταν στο κέντρο «Πικαντίλλι».
Μετά όμως από την άρνηση του ιδιοκτήτη να παραχωρήσει την αίθουσα,
προφανώς εξαιτίας των «πιέσεων» που του ασκήθηκαν από τους υπεύθυνους
της δολοφονίας, πραγματοποιήθηκε στα γραφεία του Δημοκρατικού
Συνδικαλιστικού Κινήματος. Ήδη από τις προηγούμενες ημέρες είχε
παρατηρηθεί κινητικότητα στην Επιθεώρηση της Χωροφυλακής και το Ε΄
Αστυνομικό Τμήμα που ανέλαβαν, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των Σπ.
Λιναρδάτου (1) και Α. Λεντάκη (2) την παρεμπόδιση και την ματαίωση της
συγκέντρωσης.
Όπως αναφέρει ο Σπ. Λιναρδάτος το σχέδιο περιλάμβανε «επίθεση κατά
του Λαμπράκη και των άλλων «φίλων της ειρήνης» (…) από «αγανακτισμένους
εθνικόφρονες» (1, σελ. 258- 259). Για το λόγο αυτό τις προηγούμενες
ημέρες, με ευθύνη αξιωματικών της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης ειδοποιήθηκαν
όλα τα αστυνομικά τμήματα να στείλουν τους άνδρες τους στον τόπο της
συγκέντρωσης και, σε συνεργασία με τους «αγανακτισμένους εθνικόφρονες»
που είχαν επιστρατευθεί από τους χώρους των «συνεργατών» τους, να
προχωρήσουν σε αντισυγκέντρωση αποδοκιμασίας του Λαμπράκη και των άλλων
φίλων της ειρήνης. Ο Σπ. Λιναρδάτος αφηγείται ότι «από τις 6 το απόγευμα
της 22ας Μαΐου, αρχίζει να παρατηρείται συγκέντρωση υπόπτων προσώπων
στα πεζοδρόμια των οδών Βενιζέλου, Ερμού και Σπανδωνή, απέναντι και
κοντά στο κτίριο που πρόκειται να γίνει η συγκέντρωση» (1, σελ. 258).
Στον ίδιο χώρο παραβρισκόταν, επίσης, ισχυρή αστυνομική δύναμη με
σκοπό τη διάλυση της αντισυγκέντρωσης των παρακρατικών, κατόπιν σχετικής
ειδοποίησης που δέχθηκε από μέλη της Επιτροπής Ειρήνης που αντελήφθησαν
τις κινήσεις τους. Η αστυνομία δεν θα προβεί σε καμιά ενέργεια και η
αντισυγκέντρωση των παρακρατικών θα εξελιχθεί απρόσκοπτα, με
αποδοκιμασίες, ύβρεις, απειλές και σωματικές επιθέσεις σε βάρος των
συγκεντρωμένων. Επιτυγχάνουν μάλιστα, παρουσία της αστυνομικής δύναμης,
να κτυπήσουν τον Γρ. Λαμπράκη στο κεφάλι ενώ προσερχόταν στο χώρο της
συγκέντρωσης. Όσο πλησιάζει η ώρα της εκδήλωσης οι συγκεντρωμένοι
παρακρατικοί εντείνουν τις αποδοκιμασίες και ακούγεται το σύνθημα
«Λαμπράκη θα πεθάνεις» (1, σελ. 259). Οι αποδοκιμασίες συνοδεύονται από
ρίψη λίθων και τσιμεντόπλακων.
Τα επεισόδια πληροφορείται ο Γ. Τσαρουχάς, βουλευτής της ΕΔΑ στο Ν.
Καβάλας, και μεταβαίνει στη συγκέντρωση των φίλων της ειρήνης, όπου και
τραυματίζεται από τους παρακρατικούς που τον κτυπούν στο κεφάλι.
Ενδεικτικό της βίας των «αγανακτισμένων εθνικοφρόνων» είναι ότι ο
βουλευτής Γ. Τσαρουχάς εξακολούθησε να κακοποιείται και κατά την
επιβίβασή στο ασθενοφόρο και τη μεταφορά του στο νοσοκομείο. Σύμφωνα με
την αφήγηση του Σπ. Λιναρδάτου οι παρακρατικοί «σπάνε τα τζάμια [σ: του
ασθενοφόρου], παραβιάζουν την πόρτα, ρίχνονται πάνω στον τραυματισμένο
βουλευτή, τον χτυπούν με μανία. Ύστερα τον τραβούν έξω, τον ρίχνουν στην
άσφαλτο και τον κλωτσοπατούν (…) Αναίσθητος πια ο Γ. Τσαρουχάς
μεταφέρεται από πολίτες στο σταθμό Α΄ βοηθειών» (1, σελ. 259).
Η ομιλία του Γρ. Λαμπράκη ολοκληρώνεται, αφού, σύμφωνα με την
επικρατέστερη εκδοχή, οι παραβρισκόμενοι φίλοι της ειρήνης δεν
πληροφορήθηκαν τα επεισόδια και τον τραυματισμό και του Γ. Τσαρουχά.
Μετά το τέλος της συγκέντρωσης ο αστυνομικός διευθυντής προτείνει στους
συγκεντρωμένους και τον Γρ. Λαμπράκη να επιβιβαστούν όλοι μαζί σε
λεωφορεία προς αποφυγήν νέων επεισοδίων σε βάρος τους από το πλήθος της
αντισυγκέντρωσης των παρακρατικών που παρέμεναν στον δρόμο που βρίσκεται
μπροστά από το κτίριο του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος. Η
πρόταση απερρίφθη γιατί φοβήθηκαν ότι πρόκειται για παγίδα και ενώ η
Αστυνομία έχει προχωρήσει στην εκκαθάριση του χώρου από τα παρακρατικά
στοιχεία ξεκινά η αποχώρηση των συγκεντρωμένων φίλων της ειρήνης. Ο Γρ.
Λαμπράκης επιχειρεί να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο και δέχεται την
σφοδρή επίθεση του διερχόμενου τρικύκλου που ρίχνεται πάνω του,
ευρισκόμενο σε αντικανονική πορεία, διασχίζοντας την οδό Βενιζέλου με
μεγάλη ταχύτητα. Ο Γρ. Λαμπράκης πέφτει βαριά τραυματισμένος στην
άσφαλτο, ενώ το τρίκυκλο συνεχίζει την ξέφρενη πορεία του κι
εξαφανίζεται.
Σε αυτό επέβαιναν οι Σπ. Γκοτζαμάνης, οδηγός του τρικύκλου, και ο Εμ.
Εμμανουηλίδης, ο οποίος κατάφερε το θανατηφόρο κτύπημα στον Γρ.
Λαμπράκη, στο κεφάλι, με λοστό ή ρόπαλο (1, σελ. 264). Και οι δύο ήταν
συνεργάτες της Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τους Σπ.
Λιναρδάτο (1, σελ.259) και Α. Λεντάκη (2, σελ. 95), ο Σπ. Γκοτζαμάνης,
μεταφορέας στο επάγγελμα, ήταν μέλος του «Συνδέσμου Αγωνιστών και
Θυμάτων Εθνικής Αντίστασης Βορείου Ελλάδας», μιας παρακρατικής οργάνωσης
με επικεφαλής τον Ξ. Γιοσμά, συνεργάτη των Γερμανών στην περίοδο της
κατοχής, καθώς και της «Αντικομμουνιστικής Σταυροφορίας Ελλάδας (ΑΣΕ)»,
που εθεωρείτο «δίδυμη» οργάνωση με τον Σύνδεσμο. Ο Σπ. Γκοτζαμάνης είχε
στο ενεργητικό του καταδίκες για σωματικές επιθέσεις, κακοποίηση και
τραυματισμό, εξύβριση και απειλή, αλλά ως μέλος παρακρατικών οργανώσεων
ήταν συνεργάτης της Αστυνομίας και από τη θέση αυτή συμμετείχε στην
δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη.
Επίσης, ο Εμ. Εμμανουηλίδης ήταν, σύμφωνα με τον Α. Λεντάκη (2, σελ.
95), πρόεδρος της Νεολαίας της ΕΡΕ Τριανδρίας Θεσσαλονίκης και είχε μια
εξίσου ενδιαφέρουσα εγκληματική σταδιοδρομία. Στο διάστημα 1951- 1962
αναφέρονται στο ενεργητικό του καταδίκες για βιασμό, αποπλάνηση και
ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων, κλοπή, παράνομη οπλοφορία και επίθεση σε
βάρος εργατών στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Παρά το ποινικό παρελθόν
του ο Εμ. Εμμανουηλίδης είχε διοριστεί στις παιδικές κατασκηνώσεις
Ωραιοκάστρου επειδή ήταν συνεργάτης της Αστυνομίας. Από τη θέση αυτή
συμμετείχε στην δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη.
Από την έρευνα του δημοσιογράφου Γιάννη Βούλτεψη και του Α. Λεντάκη
(2, σελ. 101) συνάγεται ότι στη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη συμμετείχαν
με μέλη τους παρακρατικές οργανώσεις και συγκεκριμένα:
Ι) Ο «Σύνδεσμος Αγωνιστών Θυμάτων Εθνικής Αντίστασης Βορείου Ελλάδας»
(2, σελ. 82- 83), που φέρεται να είχε τη βασική ευθύνη στην υλοποίηση
του σχεδίου της δολοφονίας. Σκοπός της οργάνωσης ήταν η αναγνώριση και
«αξιοποίησις του διεξαχθέντος κατά την γερμανική κατοχή και μετέπειτα
(…) αντικομμουνιστικού αγώνα».
ΙΙ) Η «Αντικομμουνιστική Σταυροφορία Ελλάδας» (2, σελ. 82- 83).
Σκοπός της οργάνωσης ήταν «η υπεράσπισις της πατρίδος και του
ελληνοχριστιανικού πολιτισμού μέχρι τελευταίας πνοής παντού και πάντοτε
και δι όλων των μέσων», δηλαδή και με τη χρήση βίας. Στις δε υποχρεώσεις
της αναφέρεται «η ενίσχυσις των Σωμάτων Ασφαλείας οσάκις παρίσταται
ανάγκη δια την διατήρησιν της τάξεως και της ησυχίας». Η δραστηριότητα
της οργάνωσης περιλαμβάνει δύο κλάδους, τους «αγανακτισμένους πολίτες»,
που απασχολούνται στις αντιδιαδηλώσεις και αντισυγκεντρώσεις, στην
πρόκληση επεισοδίων και τον «χρωματισμό» συγκεντρώσεων «δια της
εκφωνήσεως εκ των εγκαθέτων μελών της κομμουνιστικών συνθημάτων», και τα
«χειροκροτήματα», τα οποία εξυπηρετούν «άλλας πλέον ανώδυνους
υποχρεώσεις». Η Οργάνωση έλαβε, επίσης, μέρος στις αντισυγκεντρώσεις με
σκοπό τη ματαίωση της Μαραθώνιας πορείας Ειρήνης, στις 21 Απριλίου 1963.
ΙΙΙ) Η «Οργάνωση της Καρφίτσας» (2, σελ. 103), γιατί είχε διακριτικό
μια καρφίτσα στο πέτο, προκειμένου τα μέλη της να αναγνωρίζονται από την
Αστυνομία. Αναφέρεται ότι μέλη της πρωτοστάτησαν στην δολοφονία του Γρ.
Λαμπράκη, όπως ο Χρ. Φωκάς, λιμενεργάτης και πρώην πυγμάχος.
IV) Η «ΕΚΟΦ- Εθνική Κοινωνική Οργάνωση Φοιτητών» (2, σελ. 165 ),
στελέχη της οποίας πήραν μέρος στη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη, όπως ο Β.
Κασσελάς, που κατηγορήθηκε για επικίνδυνη σωματική βλάβη σε βάρος του
βουλευτή Γ. Τσαρουχά.
Μπορεί, λοιπόν, στη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη να εμφανίζονται ως
κατεξοχήν υπεύθυνοι τα δύο άτομα που επέβαιναν στο τρίκυκλο, αλλά από
τις αναφορές, την εισαγγελική έρευνα και τις μαρτυρικές καταθέσεις
συμπεραίνεται ότι πρόκειται για συλλογικό έργο, προϊόν της συνεργασίας
ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς του, εν προκειμένω το
κόμμα της ΕΡΕ, που κατείχε την εξουσία και ενδιαφερόταν να τη
διατηρήσει, τους επίσημους μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου, συγκεκριμένα
την Αστυνομία και την Δικαιοσύνη, και τις παρακρατικές οργανώσεις που
λειτουργούσαν σε ένα ιδιότυπο καθεστώς προστασίας. Απόδειξη αυτής της
σχέσης αποτελεί η ουσιαστική κάλυψη που είχαν οι υπεύθυνοι και οι
«εκτελεστές», τόσο στο στάδιο της σύλληψης και της προσαγωγής τους στις
ανακριτικές αρχές όσο και στη δικαστική διαδικασία. Έτσι, το αστυνομικό
κλομπ που κρατούσε κατά τη σύλληψή του ο Σπ. Γκοτζαμάνης και με το οποίο
προφανώς κτυπήθηκε ο Γρ. Λαμπράκης εξαφανίστηκε. Ουσιαστικότερη όμως
υπήρξε η δικαστική κάλυψη, αφού η, παμψηφεί, ετυμηγορία των ενόρκων δεν
αποδέχθηκε την ενοχή των Σπ. Γκοτζαμάνη και Εμ. Εμμανουηλίδη για
ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Ο Σπ. Γκοτζαμάνης καταδικάστηκε για πρόκληση
θανατηφόρου σωματικής βλάβης από πρόθεση σε κάθειρξη 11 ετών, ποινή
στην οποία προσμετρήθηκε ο «πρότερος έντιμος βίος» (9, σελ. 384). Ο Εμ.
Εμμανουηλίδης καταδικάστηκε για απλή συνέργια σε κάθειρξη 8 ½ ετών. Στον
Χρ. Φωκά, κατηγορούμενο για τον τραυματισμό του έτερου βουλευτή Γ.
Τσαρουχά επεβλήθη ποινή 15 μηνών. Τέλος οι ηθικοί αυτουργοί ή άλλως
βασικοί υπεύθυνοι της εκτέλεσης του σχεδίου, Εμ. Καπελώνης, διοικητής
του Τμήματος Τριανδρίας, απηλλάγη, ενώ ο Ξ. Γιοσμάς καταδικάστηκε για
διατάραξη της κοινής ειρήνης.
2. Ο ορισμός, η σημασία και η δράση των παρακρατικών οργανώσεων
Η συσχέτιση της δολοφονίας του Γρ. Λαμπράκη με τη δράση των
παρακρατικών οργανώσεων θέτει σε συζήτηση τα ζητήματα του σκοπού και της
δράσης τους, καθώς και της σημασίας που αυτή αποκτά σε εξαιρετικές
ιστορικές περιόδους.
Σύμφωνα με την προσέγγιση του Α. Λεντάκη (2, σελ. 15-19) οι
παρακρατικές οργανώσεις αφορούν σε ομάδες που αναπτύσσονται εκτός των
επίσημων κρατικών θεσμών και λειτουργούν παράλληλα με αυτούς,
προσβλέποντας στην ανοχή και τη στήριξή τους, γιατί δρουν σε βάρος της
κοινωνίας ή κοινωνικών ομάδων και κατηγοριών, εν προκειμένω και για την
περίοδο που εξετάζουμε, των αριστερών οργανώσεων και πολιτών. Από τον
τρόπο που οργανώνονται και τους σκοπούς που επιτελούν, οι παρακρατικές
οργανώσεις διακρίνονται σε εκείνες που συγκροτούνται με ευθύνη του
κόμματος που κατέχει την εξουσία και ενδιαφέρεται να τη διατηρήσει,
ακόμα και με τη χρήση αθέμιτων μεθόδων και μέσων, και σ’ εκείνες που
συγκροτούνται ενάντια στην κυβέρνηση με σκοπό την ανατροπή της. Και στη
μια και στην άλλη περίπτωση πρόκειται, στην ουσία, για μηχανισμούς
παραεξουσίας που σκοπό έχουν τον επηρεασμό και την άμεση εμπλοκή, με τη
χρήση αθέμιτων μέσων, στη διατήρηση ή την ανατροπή του συσχετισμού των
πολιτικών δυνάμεων που έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης.
Ειδικότερα, η υλοποίηση του σχεδίου της δολοφονίας του Γρ. Λαμπράκη
εμπίπτει στην περίπτωση των παρακρατικών οργανώσεων που συγκροτούνται ή
επιστρατεύονται και κινητοποιούνται από το κόμμα που κυβερνά και, κατά
συνέπεια, αναλαμβάνει την ευθύνη της χρηματοδότησης, της καθοδήγησης και
της γενικότερης κάλυψης «με σκοπό την εξουδετέρωση των αντιπάλων του
επειδή έχασε ή χάνει το λαϊκό έρεισμα» (2, σελ. 19). Σύμφωνα με την
διατύπωση αυτή όσοι χαρακτηρίζονται ως αντίπαλοι της κυβέρνησης μπορούν
να υπαχθούν σε έναν ευρύτερο ορισμό και με την έννοια αυτή είναι δυνατόν
να αφορούν όχι μόνο σε αντίπαλα κόμματα, αλλά και σε άτομα, αν η
δυναμική, οι απόψεις και η δράση τους θεωρηθούν επικίνδυνες για την
κυβερνητική ευστάθεια και τη διατήρηση στην εξουσία, όπως μπορούμε να
υποθέσουμε ότι συνέβη στην περίπτωση του Γρ. Λαμπράκη.
Ενταγμένες σε ένα ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο οι παρακρατικές
οργανώσεις είναι δημιουργήματα του μετεμφυλιακού κράτους. Όπως εξηγεί ο
Α. Λεντάκης (2, σελ. 11-12) «μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, το
1949, και τη στρατιωτική και πολιτική ήττα της Αριστεράς, ανέβηκε στην
εξουσία η Δεξιά, που ανήγαγε τον αντικομμουνισμό σε κρατική ιδεολογία».
Βασικά εργαλεία της Δεξιάς στο διάστημα που ακολούθησε ήταν η μονοπώληση
της εξουσίας και η εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων, με την
απονομιμοποίηση των οργανώσεων της Αριστεράς και τις διώξεις των μελών
και των στελεχών της. Ωστόσο, σε κρίσιμες περιόδους, όπως μπορεί να
χαρακτηριστεί το διάστημα 1957- 1967, το πλαίσιο των διώξεων διευρύνθηκε
για να περιλάβει μέλη και στελέχη που ανήκαν στο πολιτικό κέντρο
προκειμένου να αποδυναμωθεί ο ρόλος του (3). Το έργο αυτό υποστηρίχθηκε
από ένα παράλληλο νομικό και οργανωτικό πλαίσιο. Στην πρώτη κατηγορία
εντάσσεται το νομοθετικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε μετά την απελευθέρωση
και τη Συμφωνία της Βάρκιζας, με το Γ΄ Ψήφισμα και τον Αναγκαστικό Νόμο
509/ 1947 (4), γνωστό και με τον όρο «παρασύνταγμα», και το οποίο
διατηρήθηκε σε ισχύ έως το 1974. Στην δεύτερη κατηγορία εντάσσεται η
δημιουργία των παρακρατικών οργανώσεων που ανέλαβαν, σε συνεργασία με
τον Στρατό και την Αστυνομία, την παρακολούθηση, τον εκφοβισμό, ακόμα
και την εξόντωση των αντιπάλων του πολιτικού συστήματος. Ήδη στα πρώτα
μεταπολεμικά χρόνια ιδρύεται ο ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών). Η
δράση του καλύπτει όλο το διάστημα, από το 1947 έως το 1974, και στους
κόλπους του εκπαιδεύονται και προωθούνται στην στρατιωτική ιεραρχία οι
κατοπινοί δικτάτορες.
Σύμφωνα με τον Γ. Μαργαρίτη (5) οι παρακρατικές οργανώσεις,
προκειμένου για τη συγκρότησή τους, αξιοποίησαν το καθεστώς
ημιαυτονομίας που επεβλήθη στο Στρατό και την Αστυνομία μετά τον πόλεμο
και αποτέλεσε βασικό εργαλείο στην ισορροπία και την ευστάθεια του
πολιτικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό ο Στρατός και η Αστυνομία είχαν
αυξημένο ρόλο στη διαχείριση των εσωτερικών υποθέσεων, γεγονός που, το
1967, συνετέλεσε στην επιβολή της δικτατορίας. Ωστόσο η ισχυρή παρουσία
του Στρατού και της Αστυνομίας, όπως και η ανάπτυξη των παράλληλων
μηχανισμών του παρακράτους δεν οφείλεται μόνο σε πολιτικούς παράγοντες. Ο
ρόλος τους θα πρέπει να θεωρηθεί συνάρτηση της δομής του μετεμφυλιακού
κράτους, κυρίως δε των περιορισμών που επεβλήθησαν από ένα διεθνές
καθεστώς εξάρτησης, που είχε τη συμφωνία των τριών συμμάχων υπερδυνάμεων
της εποχής, των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας και της ΕΣΣΔ και αφορούσε στις
διαδικασίες της μεταπολεμικής οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των
ελεύθερων εθνικών κρατών.
Στο παραπάνω πλαίσιο θα πρέπει να εξετασθεί η ανασυγκρότηση της
εθνικής αστικής τάξης, ο μεταπρατικός χαρακτήρας της οποίας είχε ανάγκη
την ύπαρξη παράλληλων μηχανισμών στην οικονομία (6) και την πολιτική
προκειμένου να προασπίσει τα συμφέροντά της, ακόμα και από το πολιτικό
σύστημα που η ίδια συνέβαλε στη θεμελίωσή του. Κατά την έννοια αυτή η
συγκρότηση των παρακρατικών οργανώσεων υπήρξε συναφής με τη διευρυμένη
δραστηριότητα των μηχανισμών της παραοικονομίας και της παράλληλης
αγοράς εργασίας που αναπτύχθηκαν ταχύτατα μετά το τέλος του πολέμου και
αποτέλεσαν βασικό συντελεστή της οικονομικής ανάπτυξης. Έτσι, οι
παρακρατικές οργανώσεις συγκροτήθηκαν και λειτούργησαν παράλληλα με τους
επίσημους μηχανισμούς της οικονομίας και του πολιτικού συστήματος,
αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο στον έλεγχο της κοινωνικής αντίδρασης και την
επιτήρηση των αντιπάλων του πολιτικού συστήματος, προσφέροντας, με τον
τρόπο αυτόν, απασχόληση σε μέλη τους που, εξαιτίας, των χαρακτηριστικών
τους δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν στην επίσημη αγορά εργασίας (7). Το
έργο των παρακρατικών οργανώσεων αφορούσε στην παρακολούθηση και τον
εκφοβισμό των μελών και στελεχών της Αριστεράς, κατά περίπτωση και της
Ένωσης Κέντρου, τα οποία, λόγω των περιορισμών που έθεταν στην
απασχόλησή τους η περιστολή των πολιτικών ελευθεριών και τα
πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, ήταν ευκολότερο να εργαστούν στην
παράλληλη οικονομία.
Κατά συνέπεια οι παρακρατικές οργανώσεις αποτέλεσαν μέρος της
αυταρχικής δομής του μετεμφυλιακού κράτους και αφορούσαν σε έναν
πολυπρόσωπο μηχανισμό που ελεγχόταν και ελάμβανε κατευθύνσεις και
χρηματοδότηση από τους επίσημους κρατικούς θεσμούς και τους μηχανισμούς
κοινωνικού ελέγχου, το Στρατό και την Αστυνομία. Ο ειδικός σκοπός της
ύπαρξής τους αφορούσε στην ανάληψη καθηκόντων και τη διεκπεραίωση
υποθέσεων που βρίσκονταν έξω από τα όρια της δημοκρατικής νομιμότητας,
ακόμα και όταν αυτή αποτελούσε επίφαση, όπως συνέβαινε με το
μετεμφυλιακό κράτος.
Στο ιστορικό πλαίσιο που αναγιγνώσκονται οι συνθήκες της δολοφονίας
του Γρ. Λαμπράκη, η επιδίωξη της ανάδειξης και της διατήρησης
μονοκομματικών κυβερνήσεων, εν προκειμένω της ΕΡΕ, εντείνει τις
εξαρτήσεις του κόμματος από το κράτος, γεγονός που βοηθά την κατασκευή
παράλληλων και ελεγχόμενων μηχανισμών. Όπως παρατηρεί ο Σπ. Λιναρδάτος
(8) «από το 1957 έως το 1959 ιδρύονται διάφορες αντικομμουνιστικές
οργανώσεις ή αναζωογονούνται παλαιότερες με την ενίσχυση των σωμάτων
ασφαλείας ή άλλων κρατικών υπηρεσιών (ΚΥΠ, Υπ. Προεδρίας, κ.λ.π.)». Οι
δραστηριότητές τους αυξάνονται στο διάστημα 1959- 1967, με τη δημιουργία
έντασης στις δημοτικές εκλογές του 1959, που διεξάγονται ένα χρόνο μετά
τις εθνικές εκλογές του 1958 και στις οποίες η ΕΔΑ αναδείχθηκε
αξιωματική αντιπολίτευση. Οι εθνικές εκλογές του 1961 διεξάγονται σε
κλίμα πολιτικής έντασης και βίας, με τις παρακρατικές οργανώσεις να
ασκούν διαφόρου βαθμού «πιέσεις» σε βάρος αριστερών και κεντρώων
ψηφοφόρων.
Το πλαίσιο των δραστηριοτήτων των παρακρατικών οργανώσεων της περιόδου 1957- 1967 περιλαμβάνει τρεις τομείς:
1. Τη διαφωτιστική, αλλά και εκφοβιστική- τρομοκρατική, δράση της
ΕΚΟΦ, η οποία δημιουργήθηκε το 1957 «σαν αδελφό σωματείο των άλλων
«εθνικών- κοινωνικών οργανώσεων» (1, σελ. 162). Η διαφωτιστική δράση της
ΕΚΟΦ αφορούσε στην αντικομμουνιστική εκστρατεία, ενώ στην τρομοκρατική
δραστηριότητα περιλαμβάνεται και η δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη.
2. Το σχέδιο «Περικλής» που αφορούσε στη διεξαγωγή των εθνικών
εκλογών του 1961, στις οποίες επιχειρήθηκε η πλαστογράφηση της λαϊκής
θέλησης με την απροκάλυπτη βία σε βάρος των ψηφοφόρων της Αριστεράς και
του Κέντρου.
3. Την πρακτική των αντισυγκεντρώσεων, ώστε να διαλύονται οι συγκεντρώσεις της ΕΔΑ και της Ένωσης Κέντρου.
Το πλαίσιο αυτό επιμερίζεται σε επιμέρους δράσεις, όπως:
i. Η παρακολούθηση των πολιτών σε συνεργασία με τις υπηρεσίες της
Χωροφυλακής και της Αστυνομίας και με σκοπό τη λήψη «κατάλληλων μέτρων
δι’ απομόνωσιν των πλέον επικίνδυνων εκ τούτων» (1, σελ. 59- 60 ).
ii. Η φαιά προπαγάνδα, με σκοπό τη διασπορά κακόβουλων φημών και την
προπαγάνδιση ειδήσεων ακαθόριστης προέλευσης, με ανώνυμες δημοσιεύσεις
και εκπομπές ή ανυπόγραφες εκδόσεις και στόχο την συκοφάντηση και την
ενοχοποίηση των πολιτικών αντιπάλων.
Και στις δύο περιπτώσει τα μέλη των παρακρατικών οργανώσεων
απασχολούμενα σε επαγγέλματα που εξασφάλιζαν την καθημερινή επαφή με
τους πολίτες, λ.χ. περιπτερούχοι, εφημεριδοπώλες, ταξιτζήδες,
εισπράκτορες λεωφορείων, κουρείς και κομμωτές, σερβιτόροι, αλλά και
συνδικαλιστές ασχολούνται με το έργο της παρακολούθησης και τη διασπορά
ψιθύρων και φημών σε βάρος των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
iii. Η παρεμπόδιση της πολιτικής δραστηριότητας των μελών και των
οπαδών του Κέντρου και της Αριστεράς με την επιβολή και διάλυση των
γραφείων οργανώσεών τους, την καταστροφή του προπαγανδιστικού υλικού και
εντύπων κ.α.
iv. Οι αντισυγκεντρώσεις, που οργανώνονταν με «αυθόρμητο» τρόπο από
«αγανακτισμένους εθνικόφρονες», με σκοπό την παρεμβολή παρακρατικών
στοιχείων προκειμένου να αποθαρρυνθούν και να διαλυθούν οι
συγκεντρώσεις, κυρίως, της Αριστεράς. Σε αρκετές, ωστόσο, περιπτώσεις,
όπως συνέβη και στη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη, οι «αυθόρμητες»
αντισυγκεντρώσεις έλαβαν τη μορφή μαζών κρούσης με σκοπό την φυσική
εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων του κυβερνώντος κόμματος.
Συμπερασματικά, οι δραστηριότητες των παρακρατικών οργανώσεων
αποσκοπούσαν στην αντικομμουνιστική διαφώτιση, στην συκοφάντηση και την
ενοχοποίηση ή την εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων και ιδιαίτερα των
αριστερών και για τούτο στηρίζονταν στην δυσφήμιση, που έπληττε την
πολιτική αξιοπιστία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των θιγομένων, και στη
βία, που έπληττε την σωματική ακεραιότητα και υπόστασή τους. Συναφής
προς τη δομή και τους στόχους των παρακρατικών οργανώσεων ήταν και η
στρατολόγηση των μελών τους. Αυτός ο εκτεταμένος μηχανισμός
παρακολούθησης και συλλογής πληροφοριών, τρομοκράτησης και κρούσης
αντλήθηκε από ανθρώπους του κοινωνικού περιθωρίου, πολλοί εκ των οποίων
είχαν εκκρεμότητες με τον ποινικό νόμο, καταδικασμένοι ή φυγόδικοι,
κυρίως, για κλοπές, παράνομη οπλοφορία, σωματικές επιθέσεις, αλλά και
σεξουαλικά εγκλήματα, λ.χ. βιασμός, παιδεραστία.
Κατά μια έννοια η στρατολόγηση στις παρακρατικές οργανώσεις αφορούσε
σε άτομα που είχαν απωλέσει την προσωπική αξιοπιστία, δηλαδή άτομα
στιγματισμένα, τα οποία, πολλές φορές στερούνταν υλικών και πολιτισμικών
πόρων ζωής. Η ένταξη αυτών των ατόμων στις παρακρατικές οργανώσεις
βοηθούσε στην ανάκτηση του προσωπικού κύρους, μέσω της επαφής τους με
τους επίσημους μηχανισμούς εξουσίας και προσέφερε απασχόληση και
εισόδημα, ακόμα και με διορισμό σε δημόσιες θέσεις. Θα μπορούσε δηλαδή
να υποστηριχθεί ότι η ένταξη στις παρακρατικές οργανώσεις προσέδιδε
κοινωνική αποκατάσταση και νομιμοποίηση σε ανθρώπους, που λόγω του
ποινικού παρελθόντος και της υλικής και πολιτισμικής υστέρησης ζούσαν
απαξιωμένοι, στις παρυφές της κοινωνίας. Σε αντάλλαγμα τόσο οι επίσημοι
μηχανισμοί εξουσίας όσο και οι παρακρατικές οργανώσεις, που τους
δέχονταν ως μέλη, εξασφάλιζαν την πλήρη υποταγή και αφοσίωση και
εισέπρατταν τον ζήλο και τη μέγιστη απόδοσή τους.
4. Επίλογος
Η δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη από μέλη παρακρατικών οργανώσεων, τα
οποία τελούσαν σε συνεργασία με τους επίσημους μηχανισμούς κοινωνικού
ελέγχου, προκειμένου για την υλοποίηση του σχεδίου τους, κατέδειξε τα
όρια αυτής της παράλληλης σχέσης ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και το
κοινωνικό περιθώριο. Ένα χρόνο μετά τη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη, το
1964, η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου προχώρησε στη διάλυση των
παρακρατικών οργανώσεων. Αλλά ήταν μια απόφαση καθυστερημένη και
ημιτελής, αφού διατηρούσε την ΕΚΟΦ που εξακολούθησε τη δραστηριότητά της
μέχρι τη δικτατορία.
Η ανάγκη μονοπώλησης της εξουσίας και η εμμονή στο δόγμα του
κομμουνιστικού κινδύνου αποδείχθηκαν τα αδύναμα σημεία ενός πολιτικού
συστήματος που έθεσε εν αμφιβόλω τις πολιτικές ελευθερίες, προκειμένου
να τις περιστέλλει κατά βούλησει, δημιούργησε περιθώρια αυτονομίας σε
σημαντικούς κρατικούς πυλώνες, όπως ο Στρατός και η Αστυνομία, ώστε
επιτύχει την επιτήρηση της κοινωνίας, απονομιμοποίησε την Αριστερά και
οδήγησε στον αποκλεισμό τα μέλη και τα στελέχη της με το στίγμα του
επικίνδυνου. Την ίδια στιγμή δίπλα στο πολιτικό περιθώριο συνέτασσε ένα
κοινωνικό περιθώριο, το οποίο αναλάμβανε την υποχρέωση να οργανώνει και
να χρηματοδοτεί, σε έναν παράλληλο μηχανισμό συλλογής πληροφοριών,
εξόντωσης και εκφοβισμού των εχθρών του συστήματος.
Στην πραγματικότητα, σε όλη την περίοδο από τη λήξη του εμφυλίου
πολέμου μέχρι την επιβολή της δικτατορίας, το 1967, το πολιτικό σύστημα
λειτούργησε στις συνθήκες ενός καθεστώτος παρατεταμένης εξαίρεσης, αφού
έπρεπε να διευθετηθούν οριστικά οι εκκρεμότητες της σχέσης ανάμεσα στους
νικητές και τους ηττημένους της προηγούμενης περιόδου, στο πλαίσιο των
νέων ισορροπιών και της Νέας Τάξης πραγμάτων που εδραιωνόταν σε διεθνές
επίπεδο και επηρέαζε τις εσωτερικές υποθέσεις και τις εθνικές
προτεραιότητες. Έτσι, το πέρασμα από την εύθραυστη δημοκρατική
νομιμότητα στην εκτροπή, το 1967, έμοιαζε αναπόφευκτο, ενώ οι συνέπειές
του αφορούσαν και στην επόμενη περίοδο, αφού δημιούργησαν ένα
«κεκτημένο» στις σχέσεις των επίσημων κρατικών θεσμών με τους
παράλληλους παραμηχανισμούς που συνέχισαν να λειτουργούν υπό περιορισμό
και έξω από το πολιτικό σύστημα, προετοιμάζοντας την πλήρη αυτονόμησή
τους και τη διεκδίκηση νομιμοποίησης στα νέα πολιτικά μορφώματα που
άρχισαν να εμφανίζονται στο πολιτικό προσκήνιο από τη δεκαετία του 1990
και μετά, εκμεταλλευόμενα τις νέες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, σε
εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.
* Η Στέλλα Νιώτη είναι Κοινωνιολόγος- Εγκληματολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου