Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Την κυρία Δημουλά την αγαπώ

Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Σὲ σωστὴ ὥρα νυχτώνει.

Είμαι πολύ λυπημένος!
Την κυρία Δημουλά τη θεωρώ ΜΕΓΑΛΗ ποιήτρια. 
Ως ποιήτρια τη γνωρίζω, με πρωτότυπη γραφή, ένα διαφορετικό είδος από την ποίηση που εγώ καταλαβαίνω και με συγκινεί. Αυτή δηλαδή του Ρίτσου, του Λειβαδίτη, του Αναγνωστάκη. Όχι επειδή αυτοί είναι αριστεροί. Όχι...Ούτε επειδή καταγράφονται ως "στρατευμένοι". Δεν μου αρέσουν μόνο τα "πολιτικά" τους ποιήματα, αλλά με τρελλαίνουν και τα ερωτικά τους, ο λυρισμός τους, η γλύκα με την οποία προβάλλουν την απογοήτευσή τους κλπ κλπ...
Όμως, χωρίς νάμαι ειδικός, θεωρώ ότι θα της άξιζε το Νόμπελ και της Κικής Δημουλά...
Αυτή την κυρία Δημουλά αγαπώ και δεν με "νοιάζει" αν έχει φαλτσάρει (κατά τη γνώμη μου) μερικές φορές.
Κατανοώ πως νοιώθει μεγάλη πίκρα ο καθένας, όταν στις δύσκολες στιγμές που περνά, ζητά την συμπαράσταση ή έστω τη σιωπή από κάποιους αγαπημένους που έχει κλάψει με τα λόγια τους...
Όμως  -θεωρώ- πως ίσως πρέπει να σταματήσουμε!
Της το χρωστάμε...
Ο,τι είχε να πει το είπε, ό,τι είχαμε να πούμε το είπαμε...
Προσωπικά, περισσότερο με είχε πικράνει η υπογραφή της στο "τολμήστε", μαζί με άλλους 31 σημαντικούς καλλιτέχνες...
Περίμενα μετά 2 χρόνια μια επανόρθωση...
Δεν την είδα, ούτε από αυτή, ούτε από το Σαββόπουλο, ούτε...ούτε...ούτε!
Κι έτσι λογικά τους ταυτίζω με τον επίσης (τότε) συνυπογράφοντα Γ. Στπυρνάρα.
Μπορεί να τους αδικώ!

Πολύ μιλήσαμε...
Και τι έγινε (Θεέ μου  βλασφημία που θα αποτολμήσω) όταν με τα πολλά και κατόπιν αφορήτων πιέσεων, εδέησε ο νομπελίστας Σεφέρης να κάνει εκείνη τη δήλωση κατά της Χούντας...
Μήπως, κι αν δεν την έκανε θα έπαυε να είναι μεγάλος;
Κακά τα ψέμματα! Λίγοι είναι οι καλλιτέχνες που στους δύσκολους καιρούς είναι κλεισμένοι στο διπλανό κελί ...
Κι αυτούς, κατά κανόνα τους δαφνοστεφανώνει ο απλός λαός, ο φυλακισμένος στο διπλανό κελί, εκεί που χτυπάν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα...
Δεν τους αναγνωρίζει η Ακαδημία Αθηνών.
Αυτό δε σημαίνει κι ότι και οι άλλοι δεν είναι μεγάλοι.
Γι αυτό το ξαναγράφω:
Την κυρία Δημουλά την αγαπώ, ή έστω με μια μικρή διόρθωση:
Την ποίηση της κυρίας Δημουλά την λατρεύω!


ΠΕΡΑΣΑ

Περπατῶ καὶ νυχτώνει.
Ἀποφασίζω καὶ νυχτώνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ὑπῆρξα περίεργη καὶ μελετηρή.
Ξέρω ἀπ᾿ ὅλα. Λίγο ἀπ᾿ ὅλα.
Τὰ ὀνόματα τῶν λουλουδιῶν ὅταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οἱ λέξεις καὶ πότε κρυώνουμε.
Πόσο εὔκολα γυρίζει ἡ κλειδαριὰ τῶν αἰσθημάτων
μ᾿ ἕνα ὁποιοδήποτε κλειδὶ τῆς λησμονιᾶς.
Ὄχι δὲν εἶμαι λυπημένη.

Πέρασα μέρες μὲ βροχή,
ἐντάθηκα πίσω ἀπ᾿ αὐτὸ
τὸ συρματόπλεγμα τὸ ὑδάτινο
ὑπομονετικὰ κι ἀπαρατήρητα,
ὅπως ὁ πόνος τῶν δέντρων
ὅταν τὸ ὕστατο φύλλο τοὺς φεύγει
κι ὅπως ὁ φόβος τῶν γενναίων.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Πέρασα ἀπὸ κήπους, στάθηκα σὲ συντριβάνια
καὶ εἶδα πολλὰ ἀγαλματίδια νὰ γελοῦν
σὲ ἀθέατα αἴτια χαρᾶς.
Καὶ μικροὺς ἐρωτιδεῖς, καυχησιάρηδες.
Τὰ τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σὲ νύχτες μου καὶ ρέμβασα.
Εἶδα πολλὰ καὶ ὡραῖα ὄνειρα
καὶ εἶδα νὰ ξεχνιέμαι.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Περπάτησα πολὺ στὰ αἰσθήματα,
τὰ δικά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ἔμενε πάντα χῶρος ἀνάμεσά τους
νὰ περάσει ὁ πλατὺς χρόνος.
Πέρασα ἀπὸ ταχυδρομεῖα καὶ ξαναπέρασα.
Ἔγραψα γράμματα καὶ ξαναέγραψα
καὶ στὸ θεὸ τῆς ἀπαντήσεως προσευχήθηκα ἄκοπα.
Ἔλαβα κάρτες σύντομες:
ἐγκάρδιο ἀποχαιρετιστήριο ἀπὸ τὴν Πάτρα
καὶ κάτι χαιρετίσματα
ἀπὸ τὸν Πύργο τῆς Πίζας ποὺ γέρνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη ποὺ γέρνει ἡ μέρα.

Μίλησα πολύ. Στοὺς ἀνθρώπους,
στοὺς φανοστάτες, στὶς φωτογραφίες.
Καὶ πολὺ στὶς ἁλυσίδες.
Ἔμαθα νὰ διαβάζω χέρια
καὶ νὰ χάνω χέρια.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ταξίδεψα μάλιστα.
Πῆγα κι ἀπὸ ἐδῶ, πῆγα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ...
Παντοῦ ἕτοιμος νὰ γεράσει ὁ κόσμος.
Ἔχασα κι ἀπὸ ἐδῶ, ἔχασα κι ἀπὸ κεῖ.
Κι ἀπὸ τὴν προσοχή μου μέσα ἔχασα
κι ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία μου.
Πῆγα καὶ στὴ θάλασσα.
Μοῦ ὀφειλόταν ἕνα πλάτος. Πὲς πῶς τὸ πῆρα.
Φοβήθηκα τὴ μοναξιὰ
καὶ φαντάστηκα ἀνθρώπους.
Τοὺς εἶδα νὰ πέφτουν
ἀπὸ τὸ χέρι μιᾶς ἥσυχης σκόνης,
ποὺ διέτρεχε μιὰν ἡλιαχτίδα
κι ἄλλους ἀπὸ τὸν ἦχο μιᾶς καμπάνας ἐλάχιστης.
Καὶ ἠχήθηκα σὲ κωδωνοκρουσίες
ὀρθόδοξης ἐρημιᾶς.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ἔπιασα καὶ φωτιὰ καὶ σιγοκάηκα.
Καὶ δὲν μοῦ ἔλειψε οὔτε τῶν φεγγαριῶν ἡ πεῖρα.
Ἡ χάση τοὺς πάνω ἀπὸ θάλασσες κι ἀπὸ μάτια,
σκοτεινή, μὲ ἀκόνισε.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ὅσο μπόρεσα ἔφερ᾿ ἀντίσταση σ᾿ αὐτὸ τὸ ποτάμι
ὅταν εἶχε νερὸ πολύ, νὰ μὴ μὲ πάρει,
κι ὅσο ἦταν δυνατὸν φαντάστηκα νερὸ
στὰ ξεροπόταμα
καὶ παρασύρθηκα.

Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Σὲ σωστὴ ὥρα νυχτώνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου