Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ για τον ΤΣΙΤΣΑΝΗ

Ήταν γόης, ήταν μάγος...

Δεν χωράει αμφιβολία: το ρεμπέτικο τραγούδι είναι ο Μάρκος. Και το λαϊκό, ο Τσιτσάνης. Ο Μάρκος γέννησε τον Τσιτσάνη. Και ο Τσιτσάνης, όλους τους κατοπινούς. Δίπλα στον Τσιτσάνη, παιδί κι αυτός του Μάρκου, αλλά με επιρροές και από το σμυρναίικο, το ινδικό, την καντάδα, το ελαφρό κ.λπ., βρίσκεται ο Καλδάρας. Και πιο πέρα, ο Μητσάκης. Ο Τσιτσάνης έχει γράψει τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Ο Καλδάρας έχει γράψει το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι». Αυτά, για μερικές «καθαρές κουβέντες», από την αρχή. Τι θέλω να πω; Μέγας ο Τσιτσάνης! Και αναμφισβήτητος. Αλλά, καλό θα είναι, να βάζουμε τα πράγματα, όσο αυτό είναι δυνατό, στη θέση τους. Και να μην ξεχνάμε ¬ το ξεχάσαμε ήδη ¬ πως στο σπουδαίο αυτό ταξίδι του ρεμπέτικου - λαϊκού τραγουδιού, μπορεί να τραβάει μπροστά ο Μάρκος και ν' ακολουθεί ο Τσιτσάνης, αλλά υπάρχουν ολόγυρα και ο Τούντας και ο Χατζηχρήστος και ο Μπαγιαντέρας και ο Παπαϊωάννου.
  

Για όλους αυτούς τους καλλιτέχνες, τους δημιουργούς και ιδιαίτερα για τον Τσιτσάνη, τρέφω απεριόριστο θαυμασμό. Γιατί δεν ήταν μόνο συνθέτες. Ήταν και εκτελεστές. Γράφανε, κατά κανόνα, και τα λόγια των τραγουδιών. Και γραμμοφωνούσαν. Και δούλευαν στο πάλκο, κάθε νύχτα, σχεδόν ώς το πρωί, επί δεκαετίες! Μπουζούκι, τραγούδι, τσιγάρο, ξενύχτι, λίγος ύπνος και μετά σύνθεση, στιχουργική, οργάνωση ορχήστρας και φωτοληψία, τουλάχιστον με 5-6 ώρες, στο στούντιο, για τους δίσκους!


Να, τι λέει, σχετικά, ο ίδιος ο Τσιτσάνης, γι' αυτή την επίπονη περιπέτεια, στον Κ. Χατζηδουλή:
«... Το μυαλό μου ήτανε μόνο στη δουλειά μου και πουθενά αλλού. Κάθε μέρα ξενυχτούσα, κοιμόμουνα ελάχιστα κι αμέσως δουλειά για καινούργια τραγούδια (...). Όταν ετοιμαζόμουνα να κάνω δίσκο, το τραγούδι που είχα ετοιμάσει με τόσες θυσίες και κόπους, παρουσιαζόταν άλλο μαρτύριο για μένα, το ίδιο πελώριο. Σου είπα ότι ήμουνα απαιτητικός από τον εαυτό μου, ήθελα, όπως έφτυσα αίμα για να το κάνω τραγούδι, άλλο τόσο ν' αγωνισθώ για να βγει σωστά στο δίσκο. Για να βάλω 4 τραγούδια σε δυο δίσκους, στο γραμμόφωνο, έπαιζα μια βδομάδα στο σπίτι τα οργανικά, τις εισαγωγές. Ήθελα να δω πώς θα παιχτούν, πώς θα ακουστούν. Μήπως δεν τα 'ξερα; Ήθελα όμως να τα δουλέψω τόσο τέλεια, τόσο σωστά, που να μην υπάρχει το παραμικρό ψεγάδι στη φωνοληψία (...). Το τραγούδι γραφόταν πάνω στο κερί. Όταν παίζαμε και το γράφαμε, δεν μπορούσαμε ν' ακούσουμε τι παίξαμε και τι βγήκε στο τέλος της φωνοληψίας. Μόνο ο τεχνικός και ο εκπρόσωπος της εταιρείας, που βρίσκονταν εκεί, μπορούσαν ν' ακούσουν. Δηλαδή και αυτοί την ώρα της φωνοληψίας άκουγαν μόνο. Ένα κερί χρησιμοποιούσαμε μόνο στην αρχή, για δοκιμή. Μετά, ό,τι παίξαμε παίξαμε. Ακριβώς, η αγωνία αυτή, επειδή δεν ξέραμε τι έχουμε παίξει και τι έχει βγει, μ' έκανε τόσο πολύ σχολαστικό στην προετοιμασία. Ήθελα να είμαι σίγουρος και στην τελευταία λεπτομέρεια. Πρόβες, πρόβες, πρόβες, προετοιμασία, πάλι από την αρχή, άντε άλλη μια φορά, μαρτύριο σωστό, μέχρι να πάω στο στούντιο για φωνοληψία. Όχι όπως τώρα, που πάνε τα μπουζούκια στο στούντιο, παίζουν δέκα τραγούδια εκεί, χωρίς πρόβες, πληρώνονται και φεύγουν». 
(Β. Τσιτσάνης, «Νεφέλη», Αθήνα 1979).

Ο Τσιτσάνης είναι από τους ανθρώπους που δεν ξεχνιούνται. Γιατί ήταν γόης, ήταν εραστής, ήταν μάγος του μπουζουκιού και είχε χρυσή φλέβα ταλέντου. Τον γνώρισα όταν ήμουν παιδί. Έπαιζε και τραγουδούσε με τη Νίνου, στου Τζίμη του Χοντρού, στην οδό Αχαρνών. Έβλεπα τις φωτογραφίες του στις βιτρίνες του κέντρου, τον αντάμωνα καμιά φορά, όταν πήγαινε, προς το βραδάκι, για τη δουλειά, αλλά τότε δεν καταλάβαινα περί τίνος πρόκειται. (Έμενα στην οδό Φωκαίας, απέναντι, σχεδόν, από το κέντρο).

Αργότερα, όταν άρχισα να μαθαίνω, να γεύομαι και να καταλαβαίνω, εκεί γύρω στα 1955, έπιασα δουλειά σε μια εφημερίδα κι αυτή η δουλειά στάθηκε αφορμή να γνωρίσω από κοντά τον Τσιτσάνη: η εφημερίδα τυπωνόταν σ' ένα πιεστήριο της οδού Λυκούργου, που βρισκόταν στο βάθος μιας αυλής, δίπλα απ' του Λαμπρόπουλου.

Σ' αυτό το πιεστήριο πήγαινα κάθε νύχτα, μετά τις 12, για να παρακολουθήσω την εκτύπωση του φύλλου και να παρέμβω, αν είχε γίνει κάποιο λάθος και χρειαζόταν κάποια διόρθωση. Δίπλα από το πιεστήριο, υπήρχε ένα μικρό καφενεδάκι, που δούλευε για τους πιεστές, τους δημοσιογράφους και τους κάθε λογής ξενύχτες.

Ένας απ' αυτούς τους ξενύχτες ήταν και ο Τσιτσάνης. Ερχόταν στο καφενείο τις πρωινές ώρες, μετά τη δουλειά του στο νυχτερινό κέντρο, έπινε καφεδάκι κι ύστερα έπαιζε τάβλι με διάφορους φίλους του. Μια, δυο, τρεις παρτίδες. Ώσπου να φέξει για καλά η μέρα και να πάρει τα πόδια του για το σπίτι του.

Έτσι τον γνώρισα από κοντά. Πάνω στο τάβλι. Να πιάνει στα λεπτά, μακριά δάχτυλά του τα ζάρια και να τα πετάει μαλακά, φέρνοντας, όποια ώρα ήθελε, στο μάζεμα, εξάρες, για να πάρει το παιχνίδι και να πει γελώντας στον αντίπαλό του, «αν καθόσουν στην καρέκλα μου, θα είχες δύο».

Ήταν μεγάλος παίχτης στο τάβλι, ο Τσιτσάνης. Δεν ξέρω αν ήταν τυχερός ή αν τσίμπαγε τα ζάρια. Εκείνο που ξέρω είναι πως δεν μπορούσες να τον κερδίσεις εύκολα. Σ' έφερνε από 'δω, σ' έφερνε από 'κει και, στο τέλος, σου 'δινε το τάβλι στη μασχάλη για να πας στο σπίτι σου να προπονηθείς, όπως σου έλεγε, για να μπορέσεις να τον κερδίσεις την επόμενη φορά.

Όταν γίναμε φίλοι, πήγαινα συχνά και τον έβλεπα στο σπίτι του, στη Γλυφάδα. Μόλις μ' αντίκρυζε, έπιανε τα γέλια κι έσπευδε να κατεβάσει από κάποιο ράφι ένα παλιό τάβλι, γεμάτο σκαλίσματα, που του το 'χαν φέρει από την Ανατολή. Αμίλητος, καθόταν απέναντί μου κι άρχιζε το παιχνίδι, με πόρτες. Και πριν περάσει μισή ώρα, με είχε καθαρίσει και στις πόρτες και στο πλακωτό και στο μουλτεζίμ.

Ποτέ δε μιλούσαμε για τραγούδι. Ή μιλούσαμε σπάνια. Κατά κανόνα, κουβεντιάζαμε για γυναίκες. Ωραίες γυναίκες, λεπτές, μελαχρινές, μυρωδάτες, που σάλευαν τον νου του Βασίλη, του αναστάτωναν τα όνειρα και ύστερα, υπέροχες και απρόσιτες, έμπαιναν μέσα στα τραγούδια του, για να κάψουν κι αλλονών καρδιές ¬ όχι μόνο τη δικιά του καρδιά.

Όλα τα χρόνια, δύο ήταν οι καημοί του. Οι πόνοι, που είχε στα χέρια, στα πόδια, στον αυχένα, στη μέση και τα ντράβαλα με την εφορία. Πάντα πλήρωνε και πάντα χρωστούσε. Και βέβαια, πάντα έβριζε, γιατί, όπως έλεγε, του πίνανε το αίμα, για κάποιες εμφανίσεις που είχε κάνει στην Αμερική και από τις οποίες δεν είχε πάρει φράγκο.

Δύο ήταν και οι αγάπες του: ο κουμπάρος του ο Μουσχουντής και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Για τον Μουσχουντή, ο Τσιτσάνης μου έχει πει πολλά. Πάντοτε με θαυμασμό. Να, μια φράση του, από αφήγησή του για τη «Συννεφιασμένη Κυριακή»: «Όταν έπαιξα το τραγούδι, φθινόπωρο του '48, στη Θεσσαλονίκη, ήταν παρών ο κουμπάρος μου, αυτός ο άγιος αστυνομικός διευθυντής, που ακόμα και οι κλέφτες και οι διαρρήκτες κλάψανε στην κηδεία του...»!

Αυτός, λοιπόν, ο «άγιος», τον οποίο ελάτρευε ο Τσιτσάνης, δεν είναι άλλος από τον σατανικό πρωταγωνιστή της σκευωρίας για την υπόθεση Πολκ! Της σκευωρίας, που έστειλε στον θάνατο έναν επιφανή Αμερικανό δημοσιογράφο, στη φυλακή ¬ κρατητήρια ¬ για πολλά χρόνια, τον δημοσιογράφο, επίσης, Γρηγόρη Στακτόπουλο και στα μπουντρούμια της Ασφάλειας, όπου υποβλήθηκαν σε απάνθρωπα βασανιστήρια, πολλούς δημοκρατικούς πολίτες, ανάμεσα στους οποίους τους γονείς της γυναίκας μου, Στέλιο και Μπούλη Μουζενίδη.
Πώς μπόρεσαν να χωρέσουν στην ίδια καρδιά ο ασφαλίτης Μουσχουντής και ο Ανδρέας Παπανδρέου; Του το 'λεγα του Τσιτσάνη, καμιά φορά, και θύμωνε: «Παράξενο σου φαίνεται; Ο ένας ήτανε ο καλύτερος αστυνομικός κι ο άλλος ο μεγαλύτερος πολιτικός. Μακάρι να ήταν κουμπάρος μου κι ο Ανδρέας!..».

Ο Ανδρέας, τον αγαπούσε πολύ. Πήγαινε συχνά στο «Χάραμα», για να τον ακούσει, να τραγουδήσει και να χορέψει. Τρεις μήνες πριν από τον θάνατο του συνθέτη, με παρακάλεσε ο Παπανδρέου, που τότε ήταν πρωθυπουργός, να πάρω τον Βασίλη και να πάμε στο σπίτι κάποιου φίλου του γιατρού: «Γιορτάζω. Είναι του Αγίου Ανδρέα. Πες του Βασίλη να 'ρθει στου γιατρού, να παίξει για μένα. Θα μου κάνει τη μεγαλύτερη τιμή».

Πήγαμε. Ο Τσιτσάνης είχε μαζί του και μια νεαρή τραγουδίστρια. Ήταν ένα βράδυ αλησμόνητο. Ο Βασίλης έπαιζε και τραγουδούσε και ο πρωθυπουργός χόρευε ζεϊμπέκικο ¬ «Στα Τρίκαλα στα δυο στενά» και «Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε». Εκεί, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, αποσύρθηκαν οι δυο τους σε μια γωνιά, σ' έναν καναπέ και τα 'λεγαν, ώρες πολλές, σαν παλιόφιλοι, μέχρι το χάραμα.

Ήταν η τελευταία φορά που είδα τον Τσιτσάνη να παίζει και να τραγουδάει. Η τελευταία φορά που τον είδε κι ο πρωθυπουργός. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα βουρκωμένα μάτια του Ανδρέα στην κηδεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου