Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ
αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους Γερμανούς ποιητές, θεατρικούς
συγγραφείς και μεταρρυθμιστές του παγκοσμίου θεάτρου, ενώ κατέχει τον
τίτλο του πατέρα του επικού θεάτρου στη Γερμανία.

Ωστόσο, το 1917 εγγράφεται στην Ιατρική Σχολή
Maximilian University του Μονάχου όπου και παρέμεινε μέχρι το 1921. Εκεί
ο Μπρεχτ παρακολουθούσε και τα σεμινάρια θεάτρου που πραγματοποιούσε ο
καθηγητής Artur Kutscher θέτοντας ουσιαστικά τα θεμέλια για να ασχοληθεί
μελλοντικά με τη συγγραφή θεατρικών έργων.
Υπηρέτησε ως νοσοκόμος στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο
και επιστρέφοντας στις σπουδές του μετά από όσα είχε ζήσει, εγκατέλειψε
την ιατρική τελικά το 1921. Κατά τη διάρκεια των αναταραχών της
Βαυαρικής επανάστασης έγραψε το πρώτο του έργο, τον Baal, γνωρίζοντας
την επιτυχία, ενώ με το ποίημά του Legend of The Dead Soldier, όπως
είναι γνωστό και στον αγγλικό του τίτλο, το οποίο μελοποιήθηκε, έδωσε
αφορμή στους Ναζί να του στερήσουν την γερμανική του υπηκοότητα το 1935.
Οι αριστερές πολιτικές απόψεις του Μπρεχτ ήταν
γνωστές από νωρίς καθώς ο ίδιος είχε πει ότι η τάξη στην οποία άνηκε
είχε μάθει να διατάζει κάτι που δεν ταίριαζε ωστόσο καθόλου στη δική του
ιδιοσυγκρασία. Έτσι δεν ήταν παράξενο που ενστερνίστηκε πιο αριστερές
πολιτικές ιδέες. Η σχέση του μάλιστα με τον κομμουνισμό ξεκίνησε το 1919
όταν εντάχθηκε στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Η φήμη του Μπρεχτ εκτός των γερμανικών συνόρων
ξεκίνησε όταν το έργο του Tremmeln in der Nacht (Ταμπούρλα μες τη Νύχτα)
κέρδισε το βραβείο Kleist. Η Όπερα της Πεντάρας λίγο αργότερα το 1928
που προσαρμόστηκε από το έργο του Τζον Γκαίυ, Η Όπερα των ζητιάνων, και
έκανε πρεμιέρα στο θέατρο Schiffbauerdamm τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου
παρέμεινε στο ρεπερτόριο του θεάτρου μέχρι το 1933, οπότε και ανέλαβαν
την εξουσία οι Ναζί. Το έργο επηρέασε την παγκόσμια σκηνή μιούζικαλ ενώ
το θέμα του αναφερόταν στην βερολινέζικη αστική τάξη που δεν έχανε
ευκαιρία να κατηγορεί την εργατική τάξη για έλλειψη ηθικής. Μάλιστα, το
έργο προσαρμόστηκε για να παιχτεί και στο Λονδίνο στο οποίο γνώρισε
μεγάλη επιτυχία.
Το
1924, ο Μπρεχτ διορίστηκε βοηθός σκηνοθέτη στο Βερολίνο στο Deutches
Theater του Max Reinhardt και γύρω στο 1927 ξεκίνησε να φοιτά στη
Μαρξιστική Εργατική Σχολή όπου και απέκτησε την κομμουνιστική του
ιδεολογία και μελέτησε διαλεκτικό υλισμό. Στο Schiffbauerdam Theater, ο
Μπρεχτ δίδαξε πολλούς ηθοποιούς που έγιναν ιδιαίτερα γνωστοί όπως οι
Oscar Homolka, Peter Lorre και η τραγουδίστρια Lotte Lenya. Τότε ήταν
που συναντήθηκε και με τον Χανς Έισλερ με τον οποίο τον έδεσε μια
μακροχρόνια φιλία. Ο Μπρεχτ δούλεψε μαζί με τον Έισλερ στην πολιτική
ταινία Kuhle Wampe. Το έργο κυκλοφόρησε το 1932 και σύντομα απαγορεύτηκε
η προβολή του καθώς έθιγε και πάλι την μάχη μεταξύ του προλεταριάτου
και της ανώτερης οικονομικής τάξης.

Η ζωή του στην Αμερική ωστόσο δεν έμελλε να είναι ήρεμη ούτε και εκεί καθώς πολλές φορές εκδιώχθηκε από το μακαρθικό καθεστώς.
Το τέλος του πολέμου βρήκε τον Μπρεχτ να
επιστρέφει στη Γερμανία και να ιδρύει μαζί με την γυναίκα του το 1949,
το Berliner Ensemble, ενώ ένα χρόνο αργότερα έγινε μέλος της Ακαδημίας
Τεχνών λαμβάνοντας την τιμή της συνολικής αναγνώρισης του έργου του.
Μάλιστα το 1951 τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της Λαϊκής Γερμανικής
Δημοκρατίας αλλά και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.

Δυστυχώς τον Αύγουστο του 1956 πεθαίνει από
έμφραγμα του μυοκαρδίου στο Μιλάνο αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο
θεατρικό, και ποιητικό έργο παρακαταθήκη στους νεότερους.
Τα έργα του αναγνωρίστηκαν κατά κύριο λόγο μετά
τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και σήμερα θεωρούνται από το σύνολο της
θεατρικής κοινότητας αλλά και του κοινού που τα τιμά με την παρουσία του
ιδιαίτερα επίκαιρα αν και γράφτηκαν χρόνια πριν. Η προσήλωση στον
άνθρωπο και τον αγώνα του είναι εκείνο που τα χαρακτηρίζει, αλλά ο
ίδιος ο Μπρεχτ επιχειρεί μέσα από αυτά όχι την ψυχαγωγία αλλά την
παιδαγωγική και την αφύπνιση της πολιτικής συνείδησης των θεατών του.
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου