Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ
αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους Γερμανούς ποιητές, θεατρικούς
συγγραφείς και μεταρρυθμιστές του παγκοσμίου θεάτρου, ενώ κατέχει τον
τίτλο του πατέρα του επικού θεάτρου στη Γερμανία.
Ο Μπρεχτ γεννήθηκε στο Augsburg το
1898 σε μία οικογένεια αστών με αρκετά καλή οικονομική κατάσταση. Ο
πατέρας του ήταν καθολικός και διευθυντής σε μία εταιρεία χάρτου ενώ η
μητέρα του Σοφία ήταν προτεσταντική και προερχόταν από οικογένεια
δημοσίων υπαλλήλων. Από μικρή ηλικία η κλίση του στη λογοτεχνία και την
ποίηση ήταν φανερή. Άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα, όταν ήταν
ακόμα μικρό αγόρι και το 1914 δημοσιεύτηκαν τα πρώτα του γραπτά. Μετά το
δημοτικό, ο μικρός Μπρεχτ συνέχισε τις σπουδές του στο Konigliches Realgymnasium, όπου δεν κατάφερε ποτέ να προσαρμοστεί καθώς βαριόταν φριχτά το σχολείο και τον τρόπο λειτουργίας του.
Ωστόσο, το 1917 εγγράφεται στην Ιατρική Σχολή
Maximilian University του Μονάχου όπου και παρέμεινε μέχρι το 1921. Εκεί
ο Μπρεχτ παρακολουθούσε και τα σεμινάρια θεάτρου που πραγματοποιούσε ο
καθηγητής Artur Kutscher θέτοντας ουσιαστικά τα θεμέλια για να ασχοληθεί
μελλοντικά με τη συγγραφή θεατρικών έργων.
Υπηρέτησε ως νοσοκόμος στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο
και επιστρέφοντας στις σπουδές του μετά από όσα είχε ζήσει, εγκατέλειψε
την ιατρική τελικά το 1921. Κατά τη διάρκεια των αναταραχών της
Βαυαρικής επανάστασης έγραψε το πρώτο του έργο, τον Baal, γνωρίζοντας
την επιτυχία, ενώ με το ποίημά του Legend of The Dead Soldier, όπως
είναι γνωστό και στον αγγλικό του τίτλο, το οποίο μελοποιήθηκε, έδωσε
αφορμή στους Ναζί να του στερήσουν την γερμανική του υπηκοότητα το 1935.
Οι αριστερές πολιτικές απόψεις του Μπρεχτ ήταν
γνωστές από νωρίς καθώς ο ίδιος είχε πει ότι η τάξη στην οποία άνηκε
είχε μάθει να διατάζει κάτι που δεν ταίριαζε ωστόσο καθόλου στη δική του
ιδιοσυγκρασία. Έτσι δεν ήταν παράξενο που ενστερνίστηκε πιο αριστερές
πολιτικές ιδέες. Η σχέση του μάλιστα με τον κομμουνισμό ξεκίνησε το 1919
όταν εντάχθηκε στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Τότε γνωρίστηκε και με τον Lion Feuchtwanger
που τον μύησε στην δραματουργική πειθαρχία που οφείλουν να έχουν τα
θεατρικά έργα, ενώ το 1920 γνωρίστηκε με την Bie Banholzer με την οποία
είχαν ένα σύντομο ρομάντζο αποκτώντας έναν γιο τον Frank, τον οποίο
έχασε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μάλιστα το 1922, ο Μπρεχτ παντρεύτηκε με
την λυρική τραγουδίστρια Marianne Zoff με την οποία και χώρισε το 1927
αφού πρώτα είχαν αποκτήσει μία κόρη μαζί της, την Hanne, η
οποία έκανε καριέρα ως ηθοποιός. Τελευταία του σύζυγος υπήρξε η Χελένε
Βάϊγγελ, η οποία υπήρξε ερωμένη του αρχικά χαρίζοντάς του ένα γιο και
μετά το γάμο τους το 1930, απέκτησαν και μια κόρη. Εκείνη ήταν και η
τελευταία του σύντροφος παρά το γεγονός ότι συχνά συγχωρούσε τα
παραστρατήματα του συζύγου της.
Η φήμη του Μπρεχτ εκτός των γερμανικών συνόρων
ξεκίνησε όταν το έργο του Tremmeln in der Nacht (Ταμπούρλα μες τη Νύχτα)
κέρδισε το βραβείο Kleist. Η Όπερα της Πεντάρας λίγο αργότερα το 1928
που προσαρμόστηκε από το έργο του Τζον Γκαίυ, Η Όπερα των ζητιάνων, και
έκανε πρεμιέρα στο θέατρο Schiffbauerdamm τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου
παρέμεινε στο ρεπερτόριο του θεάτρου μέχρι το 1933, οπότε και ανέλαβαν
την εξουσία οι Ναζί. Το έργο επηρέασε την παγκόσμια σκηνή μιούζικαλ ενώ
το θέμα του αναφερόταν στην βερολινέζικη αστική τάξη που δεν έχανε
ευκαιρία να κατηγορεί την εργατική τάξη για έλλειψη ηθικής. Μάλιστα, το
έργο προσαρμόστηκε για να παιχτεί και στο Λονδίνο στο οποίο γνώρισε
μεγάλη επιτυχία.
Το
1924, ο Μπρεχτ διορίστηκε βοηθός σκηνοθέτη στο Βερολίνο στο Deutches
Theater του Max Reinhardt και γύρω στο 1927 ξεκίνησε να φοιτά στη
Μαρξιστική Εργατική Σχολή όπου και απέκτησε την κομμουνιστική του
ιδεολογία και μελέτησε διαλεκτικό υλισμό. Στο Schiffbauerdam Theater, ο
Μπρεχτ δίδαξε πολλούς ηθοποιούς που έγιναν ιδιαίτερα γνωστοί όπως οι
Oscar Homolka, Peter Lorre και η τραγουδίστρια Lotte Lenya. Τότε ήταν
που συναντήθηκε και με τον Χανς Έισλερ με τον οποίο τον έδεσε μια
μακροχρόνια φιλία. Ο Μπρεχτ δούλεψε μαζί με τον Έισλερ στην πολιτική
ταινία Kuhle Wampe. Το έργο κυκλοφόρησε το 1932 και σύντομα απαγορεύτηκε
η προβολή του καθώς έθιγε και πάλι την μάχη μεταξύ του προλεταριάτου
και της ανώτερης οικονομικής τάξης.
Στη δεκαετία του 1930 τα βιβλία και τα έργα του
Μπρεχτ απαγορεύτηκαν και οι θεατρικές παραστάσεις του κατέβαιναν με
συνοπτικές διαδικασίες. Ο Μπρεχτ δεν άργησε να αυτοεξοριστεί από την
Γερμανία μαζί με τη γυναίκα του και να εγκατασταθούν, αρχικά στη Δανία
μέχρι το 1939 και τον Απρίλιο του 1940 στην Φινλανδία όπου παρέμειναν
μέχρι το 1941. Τότε μετακινήθηκαν στην Ρωσία όπου μαζί με άλλους
γερμανούς συγγραφείς εξέδωσαν το περιοδικό Das Wort (Η Λέξη) ενώ τελικός προορισμός του ήταν οι ΗΠΑ και συγκεκριμένα η Santa Monica.
Η ζωή του στην Αμερική ωστόσο δεν έμελλε να είναι ήρεμη ούτε και εκεί καθώς πολλές φορές εκδιώχθηκε από το μακαρθικό καθεστώς.
Το τέλος του πολέμου βρήκε τον Μπρεχτ να
επιστρέφει στη Γερμανία και να ιδρύει μαζί με την γυναίκα του το 1949,
το Berliner Ensemble, ενώ ένα χρόνο αργότερα έγινε μέλος της Ακαδημίας
Τεχνών λαμβάνοντας την τιμή της συνολικής αναγνώρισης του έργου του.
Μάλιστα το 1951 τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της Λαϊκής Γερμανικής
Δημοκρατίας αλλά και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.
Ενώ το διάστημα από το 1937 έως το 1945 ο
Μπρεχτ ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη συγγραφή μερικών από τα σπουδαιότερα
θεατρικά του έργα όπως, Μάνα Κουράγιο και τα Παιδιά της, Ο Καλός
άνθρωπος του Σέτσουάν, ο Καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία, Τα οράματα
της Σιμόνης Μασάρ, κ.ά, μετά την επιστροφή του στη Γερμανία προσηλώθηκε
στην συγγραφή ποιημάτων και στην σκηνοθεσία των έργων που είχε ήδη
γράψει.
Δυστυχώς τον Αύγουστο του 1956 πεθαίνει από
έμφραγμα του μυοκαρδίου στο Μιλάνο αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο
θεατρικό, και ποιητικό έργο παρακαταθήκη στους νεότερους.
Τα έργα του αναγνωρίστηκαν κατά κύριο λόγο μετά
τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και σήμερα θεωρούνται από το σύνολο της
θεατρικής κοινότητας αλλά και του κοινού που τα τιμά με την παρουσία του
ιδιαίτερα επίκαιρα αν και γράφτηκαν χρόνια πριν. Η προσήλωση στον
άνθρωπο και τον αγώνα του είναι εκείνο που τα χαρακτηρίζει, αλλά ο
ίδιος ο Μπρεχτ επιχειρεί μέσα από αυτά όχι την ψυχαγωγία αλλά την
παιδαγωγική και την αφύπνιση της πολιτικής συνείδησης των θεατών του.
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου