Για να μη χάσει το ψωμί του
Στους καιρούς που αυξαίνει η καταπίεση
Κάποιος αποφασίζει να μη λέει πια την αλήθεια
Για της κυβέρνησης τα εγκλήματα για τη διατήρηση της
εκμετάλλευσης, μα
Ούτε και να διαδίδει τις ψευτιές της κυβέρνησης, δηλαδή
Τίποτα βέβαια να μην αποκαλύπτει, μα
Και τίποτα να μην ωραιοποιεί. Όποιος έτσι προχωρά
Φαίνεται μόνο να επιβεβαιώνει γι’ άλλη μια φορά πως είναι αποφασισμένος
Και στους καιρούς που η καταπίεση αυξαίνει
Να μη χάσει την αξιοπρέπειά του, μα στην πραγματικότητα
Δεν είναι παρά μοναχά αποφασισμένος
Να μη χάσει το ψωμί του. Ναι, αυτουνού η απόφασή του
Να μη λέει καμμιά αναλήθεια τον εξυπηρετεί σ’ αυτό ακριβώς, από δω και πέρα
Την αλήθεια ν’ αποσιωπά. Αυτό μπορεί βέβαια να κρατήσει
Μοναχά λίγο καιρό. Μα και στη διάρκεια
του καιρού αυτού
Που περιπλανιούνται στα δημόσια αξιώματα και στις
συντάξεις των εφημερίδων
Στα επιστημονικά εργαστήρια και στων εργοστασίων τις αυλές σαν άνθρωποι
Που από το στόμα τους δε βγαίνει αναλήθεια
Αρχίζει κιόλας η βλαβεράδα τους. Όποιου τα βλέφαρα
δεν τρεμουλιάζουνε
Στη θωριά αιματηρών εγκλημάτων, τους προσδίνει ακριβώς
Την όψη του φυσικού. Χαρακτηρίζει
Τα φοβερά ανοσιουργήματα σαν κάτι τόσο ανάξιο προσοχής όσο είναι η βροχή
Αλλά και τόσο αδύνατο να εμποδιστεί όσο η βροχή.
Κι έτσι υποστηρίζει κιόλας με τη σιωπή του
Τους εγκληματίες, μα σύντομα
Θα παρατηρήσει πως για να μη χάσει το ψωμί του
Δεν πρέπει μόνο την αλήθεια ν’ αποσιωπά, μα
Και να λέει ψέμματα. Όχι με δυσμένεια
Υποδέχονται οι καταπιεστές αυτόν, που είναι έτοιμος
Να μη χάσει το ψωμί του.
Γιατί δεν τριγυρνά σαν κάποιος που τον έχουνε δωροδοκήσει
Μια και σ’ αυτόνε τίποτα κανείς δεν έχει δώσει
Ούτε και τίποτα από κανένα έχει δεχτεί.
Σαν ο εγκωμιαστής
Όπως σηκώνεται από το τραπέζι αυτών που έχουν την εξουσία
Το στόμα του σκουπίζει
Και ξεδιακρίνονται ανάμεσα στα δόντια του
Τα υπολείμματα απ’ το γεύμα, ακούει κανείς
Τα εγκώμιά του με αμφιβολία.
Μα τα εγκώμια εκείνου
Που χτες ακόμα έβγαζε λόγους εναντίον τους και στο επινίκειο γλέντι δεν ήτανε προσκαλεσμένος
Έχουνε μεγαλύτερη αξία. Γιατί αυτός βέβαια
Είναι ο φίλος των καταπιεσμένων. Τον γνωρίζουν.
Αυτά που λέει ισχύουνε
Κι αυτά που δε λέει, όχι.
Και τώρα αυτός μας λέει πως δεν υπάρχει
Καταπίεση.
Στην καλύτερη περίπτωση στέλνει ο φονιάς
Τον αδερφό του δολοφονημένου
Που τον έχει εξαγοράσει, να πιστοποιήσει
Πως του σκότωσε τον αδερφό
Ένα κεραμίδι που έπεσε από τη σκεπή. Και βέβαια το απλό ψέμμα
Δεν βοηθάει άλλο πια αυτόν που δε θέλει να χάσει
Το ψωμί του. Γιατί τώρα στο είδος του
Γίνανε πολλοί. Σύντομα
Μπλέκεται στον ανελέητο ανταγωνισμό όλων αυτών
Που δε θέλουν να χάσουν το ψωμί τους· δε φτάνει πια
η θέληση ψέμματα να λέει.
Η ικανότητα γίνεται αναγκαία και η εμπάθεια δυναμώνει.
Η πεθυμιά να μη χάσει το ψωμί του μπερδεύεται
Με την πεθυμιά, με ιδιαίτερη τέχνη
στις πιο άσχετες αερολογίες
Να προσδίνει νόημα, το ανείπωτο
Να καταφέρνει να το πει.
Κι έτσι έρχονται τα πράμματα, που αυτός να χρειάζεται
Να σέρνει περισσότερα υμνολόγια στους καταπιεστές από κάθε άλλο, μια και
Ζει κάτω από τη σκιά πως κάποτε παλιότερα
Την καταπίεση είχε καταγγείλει. Κι έτσι
Οι γνώστες της αλήθειας γίνονται οι πιο άγριοι ψεύτες.
Κι όλα αυτά κρατάνε μοναχά
Μέχρι να καταφτάσει κάποιος να τους ζητήσει λόγο
Για την προηγούμενη τιμιότητα, για την αλλοτινή αξιοπρέπειά τους, και τότε
Χάνουν το ψωμί τους.
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ
(μεταδόθηκε απ’ το Ραδιοσταθμό της Μόσχας το 1935)
Μετάφραση από τα γερμανικά Νάντια – Όλγα Βαλαβάνη
Από το βιβλίο «ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ», εκδόσεις ΟΔΗΓΗΤΗΣ, Αθήνα, Γενάρης 1984.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου