Του Κώστα Κρεμμύδα
1949 μ.Χ.
Τη νύχτα εκείνη που τραυματίστηκα
η επανάσταση πέρναγε
τις πιο κρίσιμες ώρες της.
Ο εχθρός προχωρούσε,
είχαμε ανάγκη από στρατό,
δεν έπρεπε να πεθάνω. Δέχτηκα, λοιπόν,
να μου αλλάξουν το κεφάλι,
που ήταν κόσκινο απ’ τις σφαίρες,
μ’ ένα σιδερένιο
που μου το βίδωσε στους ώμους
ένας ψηλός ξερακιανός γιατρός,
που επαναλάμβανε αδιάκοπα:
«Θαυμάσια, όλα πάνε θαυμάσια».
Τ’ άλλο πρωί ξανάφυγα
για τη μονάδα μου.
Βέβαια όπως είναι γνωστό,
οι προδοσίες και τα λάθη
τσάκισαν την επανάσταση.
Τάσος Λειβαδίτης
«Oλα πάνε θαυμάσια» διακηρύττουν οι επίορκοι αποστάτες της
τάξης, των ιδεών, της ιδεολογίας, της ιστορίας τους, ασφαλείς
από τηλεοράσεως. Γιατί δίπλα στον κόσμο, ποιος να τολμήσει να
βρεθεί αντιμέτωπος; Κι ας νιώθουμε, και το ξέρουν, κομμένα τα
πόδια και λυγισμένη την ψυχή μας. Γιατί μόνο οι πωρωμένοι
αντέχουν. Και οι συναλλασσόμενοι. Που κερδίζουν. Καθώς ο
πόνος –ακόμα και συλλογικός, αφήνει περιθώρια κερδοσκοπίας
σε επιχειρηματίες, πολιτικούς, καθημερινούς ανθρώπους που
οσμίζονται πτώμα κι αρπάζουν την ευκαιρία. Οι νεκροί άλλωστε
παραμένουν, ιστορικά, μια επικερδής επιχείρηση. Από το
λοιμό στην Αρχαία Αθήνα –με θύμα ακόμα και τον ηγέτης της
Περικλή–, εξέλιξη που συνέβαλε στην τελική έκβαση του
Πελοποννησιακού πολέμου και στο τέλος της Αθηναϊκής
κυριαρχίας στη Μεσόγειο, μέχρι την παλιότερη (και πρόσφατη)
γερμανική Κατοχή, την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ή τη
δικτατορία του ’67, αποδεικνύεται πως σε έκνομες περιόδους το
συλλογικό δράμα δεν εμποδίζει τους προσωπικούς σχεδιασμούς
και τις ατομικές βλέψεις.
Και δεν εννοώ μονάχα τους γερμανοντυμένους, τους
Μπουραντάδες –πού ’γιναν αντιπρόεδροι στο ΠΑΣΟΚ, κι οι
απόγονοί τους καμάρια του Δένδια–, τους μαυραγορίτες, τα νέα
τζάκια, απ’ όπου προέκυψαν καναλάρχες, κατασκευαστικές,
διοικητές, πανεπιστημιακοί, ιδιοκτήτες ομάδων,
μεγαλοεργολάβοι: το έπος (οικοδομικό, αθλητικό,
αναπτυξιακό, οικονομικό) των Ολυμπιακών Αγώνων –τα ’λεγε ο
Μανδραγόρας ο Τότσικας, ο Σκλαβούνος, ο Κλαυδιανός, ο
Μπουρνάζος, ο Σιαπκίδης, ο Σαρηγιάννης, η Γκουρτσογιάννη, ο
Λιερός, η Ιατρίδου, τον Σεπτέμβριο του ’97, αλλά ποιος τα
άκουγε;
Δεν εννοώ μονάχα τους μεγιστάνες αιθέρων, πετρελαίων και
τραπεζών. Άλλωστε κάθε καθεστώς –από τον Παπαδόπουλο μέχρι
τον Σαμαρά– παραμένει δελεαστικό γι’ αυτούς που «ελπίζουν να
τη βολέψουν»: Από κείνο το βιβλιαράκι του ’70 με τις εκθέσεις
μαθητών στη Νότια Ιταλίας το «Εγώ ελπίζω να τη βολέψω», ή το
«τρούπωσα» του Βουτσά, τα θλιβερά κι ανώνυμα της ιστορίας που
τραγουδήθηκαν για να ξορκιστούν: με τα κορίτσια πού ’χαν πρώτα
Γερμανούς/ τώρα έχουν Εγγλεζάκια με κοντά παντελονάκια/ κι
από πίσω ένα σύνταγμα Ινδούς, τη δωσίλογη λιμουζίνα της
Ελένης Παπαδάκη, ή τους αγνούς πατριώτες που κατέδωσαν τον
αδερφό τους στη Γκεστάπο κι ύστερα ξεκίνησε το
επιχειρηματικό τους θαύμα, ή μεγαλούργησαν στους αιθέρες
πουλώντας σ’ ένα Γερμανό ένα κιλό μήλα –αν ζούσαν σήμερα θα
πούλαγαν φράουλες Μανωλάδας– όλα συνηγορούν στην ιδέα του
ατομικού συμφέροντος. Και των προτύπων που αναδεικνύει.
Γιατί στην επιτυχία, ή έστω την επιβίωση δεν υπάρχουν όρια,
φραγμοί. (Όπως και στην πολιτική). Τα πάντα είναι θεμιτά. Και
δεν αρκεί να βρεθείς απλώς απέναντι στο συλλογικό: όπως ας
πούμε η δυναμική απεργοσπασία, οι σταυροδοσίες, οι νοθείες, η
παραχάραξη εκ μέρους της ΠΑΣΚΕ, αλλά οφείλεις να
συγκρουστείς λυσσαλέα μαζί του (όπως συμβαίνει μεταξύ
οπαδών). Και δεν αρκεί να κερδίσεις κάτι εσύ, όσο να χάσει ο
άλλος: τη θέση, τη ζωή, το κουράγιο του.
Τα θεωρούμενα ως συλλογικά μορφώματα δεν ήταν παρά
άθροισμα ατομικών συμφερόντων. Που ακόμα κι ως
συλλογικότητες π.χ. «Πρασινοφρουροί», δεν κρύβουν την
ατομικότητα του βαθύτερου πόθου τους: να βολευτούν οι ίδιοι,
και τα παιδιά τους. Μονάδες επευφημούσαν τον Παπαδόπουλο,
μονάδες σφίγγουν το χέρι του Βενιζέλου, συνομιλούν
βυθισμένοι στο εύρος της σκέψης του Ανδρουλάκη, εκτιμούν το
μειλίχιο γλυκανάλατο του Κουβέλη.
Μονάδες και τώρα που οι καρέκλες τριχοτομούνται, μαζί με
τις γκρίνιες. Γι’ αυτό οι έξι ακόμα θέσεις αναπληρωτών
υπουργών, γιατί πέρα απ’ την αίγλη υπάρχει κι η μισθοδοσία.
Το τι θα αναπληρώνει; θα το βρούνε. Εδώ βρήκαν τη μαγική λέξη
«επίορκος». Και αναζητούν τα πρόσωπα. (Όπως στο θεατρικό
έργο).
Ή όπως στο ανέκδοτο: πώς χωρούν σ’ ένα αθλητικό κέντρο
τρεις πρόεδροι, δυο αντιπρόεδροι, καμιά δεκαριά μέλη, δύο
συντονιστές διευθυντές –γιατί τι να σου κάνει ένας μόνος του;
Αμάν έκανε να οριστεί ο προερχόμενος από τη ΔΗΜΑΡ Κώστας
Πρίφτης, και παρά λίγο να τον παραιτήσουν. Πάλι καλά που βρήκαν
μπόσικο τον πρώην Λάος και νυν ΝΔ, Γιώργο Ανατολάκη. Που με
νωπό το πλήγμα της Βουλής, απ’ την απώλεια της έδρας του, μόλις
που πρόλαβε να χαρεί τη θέση Αντιπροέδρου (στο ΕΑΚΝ Αγ. Κοσμά),
και τον παραίτησαν! Τουλάχιστον ας του βρουν μια θέση στην
Εθνική Βιβλιοθήκη. Που μπορεί να μην πληρώνει το ρεύμα και να
κόβουν το φως από τις υπηρεσίες της του ISBN στο κτίριο Καβάλας
& Σπύρου Πάτση, από τις 13 Μαρτίου(!) αλλά έχει ένα πρεστίζ.
Ιδίως αν είσαι πάνω και κοιτάς τους άλλους από χαμηλά. Με
συγκατάβαση. Την ώρα που σέρνονται.
Αναδρομικά από 1.2.2013 ανέλαβε επιτέλους υπηρεσία, και
τις σχετικές αμοιβές: (30.000 ευρώ το απλό μέλος, 215.000 ευρώ η
διευθύνουσα σύμβουλος και μόλις 185.000 ευρώ ο αναπληρωτής
Διευθύνων Σύμβουλος) η Επιτροπή του Ταμείου
Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Με όλο το σεβασμό στον
Στουρνάρα που τους διόρισε, αναρωτιέμαι γιατί η θητεία τους να
λήγει 30 Ιουνίου 2017, ένα και χρόνο μετά τις προβλεπόμενες
συνταγματικά εκλογές; Πώς το επέτρεψε ο θεσμικός Κουβέλης;
Αυτές οι ωραίες χειρονομίες του μέλλοντος που ίσως κρύβουν ένα τραυματικό παρελθόν.
Αλλά τέλος χρόνου.
www.epohi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου