Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΑΒΡΙΛΗ*
Από το Συνέδριο της ΓΣΕΕ του 2010, στην όμορφη Χαλκιδική, στο Συνέδριο του 2013, ακόμα πιο μακριά στην ακριτική και φιλόξενη Αλεξανδρούπολη -του οποίου η ανακοίνωση της πραγματοποίησης τόσο μακριά, προκάλεσε την οργή και τα σχόλια αποδοκιμασίας από το σύνολο των εργαζομένων, αποδεικνύοντας έτσι τα σημάδια μιας δρομολογημένης απαξίωσης της ηγεσίας του συνδικαλιστικού κινήματος.
Από το Συνέδριο της Χαλκιδικής μέχρι το Συνέδριο της Αλεξανδρούπολης οργανώθηκε ένα προμελετημένο έγκλημα διαρκείας, που δεν αποτιμάται πια με αφηρημένες εκτιμήσεις, αλλά μετριέται με σωρούς από κοινωνικά ερείπια.
Στην περίοδο των τριών προηγούμενων χρόνων δεν χτυπήθηκε μόνο το υποκείμενο, η εργατική τάξη, αλλά και τα ίδια τα συνδικάτα,
τα οποία δέχθηκαν μια ανελέητη επίθεση, που τους στέρησε τελικά την
πολιτική και οργανωτική ικανότητα να υπερασπιστούν με αξιώσεις το
θεσμικό τους ρόλο και την ιστορική τους αποστολή.
Σήμερα επιστρέψαμε στις αρχές του 19ου αιώνα, στην εποχή πριν τη θεσμοθέτηση του συλλογικού εργατικού δικαίου, όταν ο αποκλειστικός παράγοντας διαμόρφωσης των όρων εργασίας ήταν η ατομική σύμβαση και η ατομική διαπραγμάτευση.
Η ταξική πλευρά των μνημονιακών πολιτικών είναι πλέον ξεκάθαρη και δεν αφήνει περιθώρια για δεύτερες αφηγήσεις. Το βιομηχανικό, εμπορικό και τραπεζικό κεφάλαιο μαζί με το μιντιακό κατεστημένο στηρίζουν με όλες τους τις δυνάμεις τα μνημόνια και τη λιτότητα.
Η τρικομματική κυβέρνηση δίνει τα ρέστα της και επιδίδεται σε ένα παιγνίδι τακτικισμών προσπαθώντας να θαμπώσει την εικόνα από τις εφιαλτικές συνέπειες που μετρούν οι εργαζόμενοι από την εφαρμογή των μνημονίων.
Και όμως, η ηγεσία της τριτοβάθμιας οργάνωσης ήρθε να επιβεβαιώσει με το Συνέδριό της, ότι έχει παραιτηθεί από το να είναι φορέας υπεράσπισης των ταξικών συμφερόντων της εργατικής τάξης, απέναντι στην πιο σκληρή επίθεση του κεφαλαίου.
Αντί
να μετατρέψει το Συνέδριο σε ένα μεγάλο πολιτικό και κοινωνικό γεγονός,
αντί αυτό να εξελιχτεί σε ένα πεδίο ανοιχτής διαβούλευσης και
αντιπαράθεσης διαφορετικών απόψεων και ιδεών, αντί να είναι ένα συνέδριο
απολογισμού – αποτίμησης που θα συμπύκνωνε ως όφειλε την πολιτική γνώση και εμπειρία των συνδικάτων και των εργαζομένων κατά τα προηγούμενα τρία χρόνια,
τελικά εξελίχθηκε σε μια αποστεωμένη διαδικασία, οργανώθηκε με όρους
«υγειονομικής» και φυλασσόμενης περιοχής από τους εργαζόμενους και την
αγανάκτησή τους.
Οι σύνεδροι βρέθηκαν απομονωμένοι σε διαφορετικά ξενοδοχεία και σε συνθήκες θερμοκηπίου, για να φθάσουν την τελευταία ημέρα στην κάλπη, «αποστειρωμένοι» από κάθε προσωπική και πολιτική αλληλεπίδραση. Η πλειοψηφία της ηγεσίας δημιούργησε υψηλά αναχώματα για να αποφύγει κάθε προσπάθεια συζήτησης και δέσμευσης για την επόμενη μέρα ενάντια στα μνημόνια και την κυβερνητική πολιτική.
Αρνήθηκε κάθε συζήτηση για την ανάγκη αλλαγών στο οργανωτικό επίπεδο προστατεύοντας ένα καθεστώς πολυδιάσπασης και κατακερματισμού, ώστε να αναπαράγονται βαρονίες και συμφέροντα, σε βάρος της αποτελεσματικότητας των αγώνων και της χαμηλής αυτοπεποίθησης των εργαζομένων.
Αρνήθηκε κάθε μέτρο εξυγίανσης του σ.κ., που θα το απάλλασσαν από την ελληνική πρωτοτυπία της μαϊμουδιάς και των νόθων αντιπροσώπων, που εκπροσωπούν πάνω από το 25 - 30% των συνέδρων.
Η ίδια η σύνθεση των συνέδρων αντιπροσώπευε λίγα πράγματα από τη σημερινή πραγματικότητα, καθώς ο μεγαλύτερος αριθμός τους έχει εκλεγεί σε βάθος 3-4 χρόνων.
Τα αποτελέσματα των εκλογών κράτησαν στην πρώτη θέση την ΠΑΣΚΕ, με τα ποσοστά της να περιορίζονται στο 32% από το 49% και να εκλέγει 16 έδρες από 22. Η ΔΑΚΕ με μείωση των αντιπροσώπων της, παρέμεινε στις ίδιες έδρες (10). Το ΠΑΜΕ με μείωση και αυτό των συνέδρων του, κέρδισε μια έδρα: από 9 σε 10 λόγω μείωσης του μέτρου. Η Αυτόνομη Παρέμβαση ήταν η μόνη δύναμη που είχε σημαντική αύξηση σε συνέδρους από 30 σε 44, σε έδρες από 3 σε 5 και στην Εκτελεστική Επιτροπή από 1 σε 2. Η πρωτοσυσταθείσα παράταξη ΕΜΕΙΣ, από δυνάμεις που αποχώρησαν από την ΠΑΣΚΕ (Φωτόπουλος, Σαλουφάκου, Ορφανός κ.ά.), εξέλεξε 3 έδρες στη Διοίκηση.
Ο συνολικός αριθμός των αντιπροσώπων που πήραν μέρος στο Συνέδριο της ΓΣΕΕ, ήταν μικρότερος κατά 50, που αντιστοιχούν σε πάνω από 50.000 εργαζόμενους, συμπιέζοντας έτσι τα ποσοστά των συνδικαλιζόμενων εργαζομένων στα ιστορικά χαμηλότερα ποσοστά της τάξης του 11%-12%.
Η συγκρότηση του Προεδρείου που ακολούθησε στελεχώθηκε μόνο από τις δυνάμεις ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ, αφού χρειάστηκε να επαναληφθεί τρεις φορές η ψηφοφορία για να συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία σύμφωνα με το Καταστατικό.
Οι παρατάξεις ΠΑΜΕ, Αυτόνομη Παρέμβαση και ΕΜΕΙΣ, με επιλογή τους αρνήθηκαν τη συμμέτοχη τους στο Προεδρείο, συμμετέχοντας μόνο στην Εκτελεστική Επιτροπή.
Από τα αποτελέσματα του Συνεδρίου και τη συγκρότηση του Προεδρείου είναι προφανές ότι στέλνεται μήνυμα απογοήτευσης στους εργαζόμενους.
Από μια δεύτερη ματιά στα ενδότερα του Συνεδρίου και των αποτελεσμάτων, τα μηνύματα είναι πιο αισιόδοξα. Για πρώτη φορά άλλαξαν οι συσχετισμοί που αναπαράγονταν για 25 ολόκληρα χρόνια.
Η ΠΑΣΚΕ, το πιο δυνατό παράδειγμα του κυβερνητικού συνδικαλισμού, από ποσοστά που άγγιζαν τα όρια της αυτοδυναμίας, περιορίστηκε στο 32% που σημαίνει ότι 80.000 εργαζόμενοι εγκατέλειψαν το ψηφοδέλτιο της.
Το πιο αισιόδοξο μήνυμα αποτυπώνεται στη μεγάλη κινητικότητα αλλά και μια ενδιαφέρουσα διεργασία που έχει αρχίσει να συντελείται στο εσωτερικό των συνδικάτων, για να βγουν από μια γραμμή ακινησίας και παραίτησης, για να βρουν τα συνδικάτα τον ταξικό και αγωνιστικό τους προσανατολισμό.
Στο
ερώτημα αν αυτά τα συνδικάτα μπορούν να αλλάξουν ή θα πρέπει να
περιμένουν 3 χρόνια μέχρι το επόμενο συνέδριο, για να απαλλαγούν από τις
συμβιβασμένες ηγεσίες, η απάντηση είναι ότι η συνδικαλιστική δράση δεν σταματά στο επίπεδο της τριτοβάθμιας οργάνωσης, το συνδικαλιστικό κίνημα έχει πλούσια εμπειρία και κατακτήσεις στην ιστορική του διαδρομή για να παρακάμψει ηγεσίες που αδρανούν και δεν ανταποκρίνονται, χωρίς από την άλλη, όμως, να αποδυναμώνει τα ίδια τα συνδικάτα και την προοπτική αναζωογόνησης τους.
Η σημερινή πλειοψηφία
στην ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος είναι προφανές ότι δεν μπορεί
να εκπροσωπήσει κανένα από τα αιτήματα των εργαζομένων, δεν
μπορεί να τους βγάλει από το δρόμο της καταστροφής, είναι μια ηγεσία που
επικοινωνεί με τους εργαζόμενους μόνο μέσω της τηλεόρασης, και σε
απόσταση ασφαλείας από τους εργασιακούς χώρους και από το έδαφος εκείνο,
όπου η εργοδοσία εντείνει την εκμετάλλευση της σε βάρος των εργαζομένων, συντρίβοντας ακόμα και τα εναπομείναντα δικαιώματα τους.
Για τα συνδικάτα αποκτά επείγοντα χαρακτήρα να μετατραπούν σε ζωντανές συλλογικότητες, με τους ίδιους τους συνδικαλιστές να βρίσκονται δίπλα και κοντά στους εργαζόμενους,
παίρνοντας επαφή με τις νέες συλλογικότητες, τα νέα κινήματα,
συγκροτώντας ένα μαχητικό κοινωνικό ρεύμα ανατροπής των μνημονιακών
πολιτικών.
Οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς οφείλουν να εκπροσωπήσουν το καθολικό αίτημα των εργαζομένων για την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος,
τα δε μηνύματα που έρχονται από τις εκλογές των πρωτοβάθμιων σωματείων
επιβεβαιώνουν τη βούληση των εργαζομένων να βάλουν τα συνδικάτα σε μια
αντίστροφη πορεία, ζητώντας από τις δυνάμεις της αριστεράς να πρωταγωνιστήσουν σε αυτή την γραμμή επανίδρυσης του συνδικαλιστικού κινήματος, καθιστώντας το από σήμερα πιο αγωνιστικό, πιο μαχητικό και σε ισχυρό αντίπαλο πόλο των μνημονιακών πολιτικών.
*
Ο Γιώργος Γαβρίλης είναι Γραμματέας της Αυτόνομης Παρέμβασης. Το
παραπάνω άρθρο δημοσιεύθηκε στην «Εποχή» την Κυριακή 21 Απριλίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου