ER1Μια «διαδρομή» στο κοινωνικό – εργατικό τραγούδι, μέσα από τις σελίδες της σημαντικής έκδοσης του Αρχείου Ιστορίας Συνδικάτων της ΓΣΕΕ.
«Σφυρίζ’ η φάμπρικα μόλις χαράξει, οι εργάτες τρέχουν για τη δουλιά/ Για να δουλέψουνε όλη τη μέρα, γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά». Οι «Φάμπρικες» του Βασίλη Τσιτσάνη, τραγούδι με ιδιαίτερη κοινωνική βαρύτητα, γεννήθηκε μέσα στο σκληρό πολιτικό κλίμα της μετεμφυλιακής περιόδου (1950). Λίγο πριν, το Φεβρουάριο του 1949, είχε δολοφονηθεί στην Ασφάλεια Αθηνών, ο Γενικός Γραμματέας της ΓΣΕΕ, Μήτσος Παπαρήγας. Είναι ένα από τα εκατοντάδες τραγούδια, που περιλαμβάνονται, μαζί με πληθώρα πληροφοριών, στην έκδοση του Αρχείου Ιστορίας Συνδικάτων (ΑΡ.ΙΣΤΟ.Σ) της ΓΣΕΕ, με τίτλο «Γεια σου περήφανη και αθάνατη εργατιά». Μια διαδρομή στο κοινωνικό εργατικό τραγούδι, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, το 1832, μέχρι και τις μέρες μας, με τη συμβολή του ερευνητή του ελληνικού τραγουδιού Παναγιώτη Κουνάδη, που συγκέντρωσε και σχολίασε τα τραγούδια. Τραγούδια, που συνδέονται με ιστορικούς και αγωνιστικούς σταθμούς της νεότερης Ελλάδας και εκφράζουν τους πόθους και τις ελπίδες του λαού μας, τους καημούς, τις αγωνίες, το μεράκι, την αξιοπρέπειά του. Μουσικές δημιουργίες, που στην έκδοση ταξινομούνται και ανάλογα με το περιεχόμενό τους: Τα επαγγέλματα, η μετανάστευση, συνθήκες ζωής και κοινωνική αδικία, δρόμοι παράλληλοι με την ελληνική ιστορία, συνθήκες εργασίας και διεκδικητικοί αγώνες. Η έκδοση, που θα διανεμηθεί δωρεάν στα συνδικάτα, χωρίζεται σε δυο βασικές περιόδους. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι και τη Μικρασιατική Καταστροφή και από εκεί μέχρι τις μέρες μας.


«Π’ ανάθεμά σε Αμερική…»
ερ2Η «διαδρομή» ξεκινά με μια αναφορά στην πολιτικο-οικονομική κατάσταση και τους κοινωνικούς αγώνες από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο αναγνώστης, μεταξύ άλλων, πληροφορείται για τις πρώτες κινητοποιήσεις και απεργίες («η πρώτη καταγραφείσα σημαντική κινητοποίηση εργατών ήταν η απεργία των εργατών ναυπηγείων Σύρου, στις 17/2/1879»), τις διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος στις αρχές του αιώνα, τη συμβολή των διανοουμένων, τη μετανάστευση, κυρίως στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αμερικανικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης, ως προς την αναλογία των μεταναστών συγκριτικά με άλλες χώρες και τον πληθυσμό τους, οι Ελληνες κατείχαν την πρώτη θέση με 9,5 αναχωρήσεις ανά 1.000 κατοίκους, με δεύτερους του Ιταλούς με 5,8.«Π’ ανάθεμά σε Αμερική, με τις πολλές σου λίρες/ Π’ αφήνεις τα παιδιά ορφανά και τις γυναίκες χήρες», είναι οι στίχοι ενός από τα τραγούδια, που γράφτηκαν κατά την περίοδο της μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ. Τα κείμενα, τα τραγούδια και η ποίηση για τη μετανάστευση και την ξενιτιά αποτελούσαν και αποτελούν ένα ογκώδες υλικό, που αποδεικνύει τη σοβαρότητα του προβλήματος, που έπληξε το λαό μας στην παλαιότερη, αλλά και την πρόσφατη ιστορία του.
Από τις σελίδες του βιβλίου πληροφορούμαστε ότι ελάχιστα είναι τα στοιχεία, που υπάρχουν για τη μουσική των λαϊκών τάξεων, κατά την περίοδο του Οθωνα, καθώς το Ιταλικό Μελόδραμα είχε κατακτήσει τον κορμό της αθηναϊκής κοινωνίας και οι λαϊκές τάξεις ζούσαν στο περιθώριο της μουσικής αυτής ζωής. Η εμφάνιση και επικράτηση του μελοδράματος και του κωμειδυλλίου (1889 – 1897) φέρνει ριζικές αλλαγές στη μορφή του νεοελληνικού θεάτρου του περασμένου αιώνα: Για πρώτη φορά, η θεματογραφία στρέφεται στα άμεσα προβλήματα του λαού και των εργαζομένων. Εμφανίζεται το Αθηναϊκό Τραγούδι και μαζί τα πρώτα λαϊκά τραγούδια για τις ταπεινές υπηρέτριες των αρχοντικών της πόλης. Η ανησυχία των καταφρονεμένων για την παρατεινόμενη κοινωνική αδικία πέρασε, με διάφορους τρόπους, στα τραγούδια και την ποίηση αυτής της περιόδου, ανάλογα με το βαθμό κοινωνικής συνείδησης.
Παράλληλα, με την ανάπτυξη της Επτανησιακής και Αθηναϊκής Καντάδας, που αποτέλεσαν τον κορμό του λαϊκού τραγουδιού στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, νέα μουσικά ακούσματα διαμορφώνουν τον τρόπο ψυχαγωγίας των λαϊκών τάξεων, που πυκνώνουν ολοένα την πρωτεύουσα. Ενα από τα είδη τραγουδιού αυτής της περιόδου, που καταγράφουν τα φαινόμενα της κοινωνικής αδικίας, της ξενιτιάς και των καημών των εργαζομένων, ήταν ο μανές. Στο βιβλίο καταγράφεται η κατάθεση της Σμυρνιάς τραγουδίστριας Αγγελικής Παπάζογλου (1899 – 1983) για το ρόλο του μανέ στην κοινωνική ζωή της Σμύρνης και της Πόλης, δίνει μια άλλη διάσταση στην ερμηνεία της διάδοσης αυτού του είδους, που αποτελούσε ένα μυστικό κώδικα επικοινωνίας των υποδουλωμένων στους Οθωμανούς Ελλήνων: «Στις κομπανίες τις Σμυρναίικες και στα “παιχνίδια” λέγαμε το καημό μας με “μινόρε”. Με βιολοντσέλα, πιάνα, άρπες, σαντούρια, μαντολίνα, κιθάρες και βιολιά. Οσα “μινόρε” και να λέγαμε, δεν τα βαριόμασταν ποτέ. Ολοι παράγγελναν το “μινόρε” τους και όλοι το άκουγαν με λαχτάρα, γιατί λέγαμε τον πόνο μας που ήμαστε σκλαβωμένοι στην Τουρκιά. Με το “μινόρε” δεν τον ξεχνούσαμε, θέλαμε όλο να τον θυμόμαστε, ν’ ανάβουμε μέσα μας καντήλι, ελπίδα, ζεστασιά: Μόνο μια ώρα χαίρομαι, όταν γλυκοχαράζει/ Που αναπαύεται η καρδιά και δεν αναστενάζει… και εννοούσαμε τη σκλαβιά. Οταν ο κόραξ λευκανθεί και η χιών μαυρίσει/ Τότε κι από το στήθος μου, αυτή η φωτιά θα σβήσει… και εννοούσαμε τη σκλαβιά».

Για της Γης τους «κολασμένους»
Σημαντική ήταν η επίδραση του εργατικού κινήματος στη νεοελληνική διανόηση. Την Πρωτοχρονιά του 1876, στην εφημερίδα της Αθήνας «Εργάτης», δημοσιεύονται οι στίχοι του νεαρού φιλόλογου Κ. Ζησίου: «Ιδού των βασιλέων οι θρόνοι νυν κλονούνται/ Και σφίγγουσι τας χείρας οι αδελφοί λαοί…». Ο Πατρινός δικηγόρος και λογοτέχνης Βασίλης Δουδούμας έγραψε στίχους πολλών τραγουδιών, που μελοποιήθηκαν εκείνα τα χρόνια, όπως το «Σηκωθείτε», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Φως» της Πάτρας, το 1895: «Σηκωθείτε είν’ η ώρα όπου σκούζουν οι τρουμπέταις,/ δεν ακούτε τη φωνή τους;/ Ολ’ η εργατιά του κόσμου με λοστούς ξεθεμελιώνει/ Ο,τι έχτισε ο δόλος, η κλεψιά κι οι μπαγιονέταις./ Κι ένα δίκαιο κόσμο νέο στα ερείπια του ριζώνει,/ δεν ακούτε τη βουή του;». Ο ίδιος γράφει και στη μελωδία της «Μασσαλιώτιδας» τον ύμνο της «Σοσιαλιστικής Αδελφότητας Πατρών». Στην εφημερίδα «Εργάτης του Βόλου», ο ποιητής Ρήγας Γκόλφης (Δ. Δημητριάδης) μεταφράζει και δημοσιεύει τον ύμνο της 2ας Διεθνούς, που είχε γράψει ο Γάλλος επαναστάτης Ευγένιος Ποττιέ, το 1871: «Σηκωθείτε παιδιά και χτυπάτε/ Καταφρόνια και πείνα μας σφίγγει/ Το μεγάλο μας δίκιο ζητάτε/ Και πατήστε τ’ εχτρού το λαρύγγι…». Τα επόμενα χρόνια νέοι στίχοι γράφτηκαν πάνω στη μουσική του Ποττιέ – αυτοί που έφτασαν μέχρι τις μέρες μας: «Εμπρός της Γης οι κολασμένοι…».Η «διαδρομή» συνεχίζεται στο μεσοπόλεμο, από τις κρισιμότερες περιόδους στην ιστορία του νεότερου ελληνισμού. Περίοδος με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για το χώρο του τραγουδιού, καθώς μετά το 1924 εμφανίζονται στη χώρα μας τα παραρτημάτων μεγάλων ευρωπαϊκών δισκογραφικών εταιριών, ενώ το 1931 ιδρύεται στον Περισσό το εργοστάσιο της Grammophone. Η πρώτη αυτή περίοδος της δισκογραφίας στην Ελλάδα, μέχρι το 1937, θεωρείται από τις πλέον σημαντικές πηγές άντλησης πληροφοριών, αφού, λόγω της μη ύπαρξης λογοκρισίας στο τραγούδι, δόθηκε η δυνατότητα να πάρει τεράστια έκταση αυτή η αποτύπωση. Μικρασιάτες μουσικοί δημιουργούν τα πρώτα λαϊκά στέκια σε Αθήνα, Πειραιά και στους προσφυγικούς καταυλισμούς, ενώ η «περίοδος των τραγουδιστών» (1923 – 1930) δίνει τη θέση της στην εποχή των «μεγάλων συνθετών». Στη δεκαετία του ’30, εμφανίζεται και η Πειραιώτικη Κομπανία. Στα χρόνια του μεσοπολέμου όλοι σχεδόν οι συνθέτες έγραψαν τραγούδια «κοινωνικής ανησυχίας»: Τούντας, Σκαρβέλης, Περιστέρης, Σέμσης, Ρούκουνας, Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Χατζηχρίστος, Μπαγιαντέρας κ.ά.
Αύξηση της ανεργίας, εκατοντάδες απεργιακές κινητοποιήσεις, κλίμα άγριας τρομοκρατίας με στρατοδικεία, καταδίκες, εξορίες και εκτελέσεις αριστερών, η κήρυξη της δικτατορίας Μεταξά συνθέτουν το κοινωνικο-πολιτικό «σκηνικό» αυτής της περιόδου. Το αιματοκύλισμα των απεργών στη Θεσσαλονίκη, στις 9 Μαΐου 1936, ο πρώτος νεκρός, ο 25χρονος Τάσος Τούσης, εμπνέουν τον Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον «Επιτάφιο», από τα ωραιότερα ποιήματα για την εργατική τάξη. Τη μακρά μουσική παράδοση στο ελληνικό τραγούδι προσπάθησε να ξεριζώσει βίαια η μεταξική δικτατορία, όταν το 1937, με τη σύσταση των επιτροπών λογοκρισίας, δεν έλεγχε μόνο το θεματικό περιεχόμενο των στίχων, αλλά «διόρθωνε» και τις μουσικές κλίμακες (μοναδικό φαινόμενο στην παγκόσμια ιστορία των λογοκριτικών παρεμβάσεων), μετατρέποντάς τες σε μείζονες και ελάσσονες (τις δύο κλίμακες της ευρωπαϊκής μουσικής). Το χτύπημα θα ήταν ακόμη πιο οδυνηρό για το λαϊκό τραγούδι, αν στην κρίσιμη αυτή στιγμή δεν εμφανίζονταν νέοι, ταλαντούχοι δημιουργοί, που μαζί με τους παλαιότερους έδωσαν μια νέα ώθηση, πάντα βέβαια σε συνθήκες «ελεγχόμενης δημιουργίας». Πρόκειται, κυρίως, για τους Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Χατζηχρίστο, που στην περίοδο ’37 – ’41 γράφουν αριστουργηματικά τραγούδια.

«Δυο δρόμοι τη χωρίζουνε την κοινωνία τούτη…»
ερ3Ξεχωριστή αναφορά γίνεται στο βιβλίο για τη δεκαετία του ’40, που ξεκίνησε με τον πόλεμο της Αλβανίας και την ηρωική αντίσταση του ελληνικού λαού. Στην πληθώρα των τραγουδιών, που γράφτηκαν αυτή την περίοδο, συμμετείχαν δημιουργοί από όλους τους χώρους του τραγουδιού: Ελαφρό, επιθεωρησιακό, ρεμπέτικο. Κατά την κατοχή της χώρας από τους Γερμανούς, τα τραγούδια κυρίως απεικονίζουν τα κατορθώματα του απελευθερωτικού στρατού, αναφέρονται στην Κατοχή, στην πείνα, στον αγώνα του λαού. Σε εκατοντάδες ανέρχονται τα αντάρτικα τραγούδια (μεταπλάσεις ξένων επαναστατικών ή λαϊκών τραγουδιών και δημοτικών από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, αλλά και επαναστατικά τραγούδια επωνύμων δημιουργών. Ανάμεσά τους «Ο ύμνος του ΕΛΑΣ», σε στίχους της Σοφίας Μαυροειδή -Παπαδάκη και μουσική του Τσάκωνα, το «Στ’ άρματα, στ’ άρματα», σε στίχους Νίκου Καρβούνη και μουσική του Αστραπόγιαννου (Ακη Σμυρναίου), ο «Υμνος της ΕΠΟΝ» σε στίχους Σ. Μαυροειδή – Παπαδάκη, που μελοποιήθηκε σε δύο εκδοχές από τον Αλέκο Ξένο και τον Φοίβο Ανωγειανάκη, «Το τραγούδι του ΕΑΜ» σε στίχους και μουσική Βασίλη Ρώτα. Η ελευθερία, που τόσο στερήθηκε ο λαός μας εκείνα τα χρόνια, είναι η θεματολογία και τραγουδιών, που έγραψαν δημιουργοί, όπως οι: Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Μπαγιαντέρας, Γενίτσαρης, Καλφόπουλος, Μοσχονάς, Γαβριήλ. Ελάχιστα, όμως, από αυτά διασώθηκαν, όπως ένα δίστιχο, ύμνος στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, που έγραψε ο Β. Τσιτσάνης και που τη μελωδία του θυμόταν ο Γ. Κυριαζής, το «Χαϊδάρι» του Μ. Βαμβακάρη.Στα χρόνια του Εμφυλίου, μέσα σ’ έναν ασφυκτικό κλοιό λογοκρισίας, γράφονται μερικά από τα συγκλονιστικότερα ντοκουμέντα της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού. Κορυφαία δημιουργία αυτής της εποχής το τραγούδι των Τσιτσάνη – Μπακάλη «Κάποια μάνα αναστενάζει», που μπήκε στη λίστα των απαγορευμένων τραγουδιών, αλλά και το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Απ. Καλδάρα – σύμβολο ενότητας του ελληνικού λαού. Παρά τον ασφυκτικό πολιτικό και κοινωνικό κλοιό, που δημιουργήθηκε για τις λαϊκές δυνάμεις μετά τον Εμφύλιο, το τραγούδι κατόρθωσε να καταγράψει και τα επόμενα χρόνια τα κυριότερα κοινωνικά γεγονότα της χώρας και με την παρουσία του να σηματοδοτήσει μια νέα άνθηση στη δεκαετία του ’60. Το μουσικό κλίμα της δεκαετίας του ’50, όμως, είναι αρκετά βαρύ για σημαντικούς δημιουργούς, που εξαιτίας των δισκογραφικών εταιριών αναγκάζονται να επιλέξουν ανάμεσα στο συμβιβασμό, στην περιθωριοποίηση, στην ξενιτιά.




ερ4«Φτωχολογιά για σένα κάθε μου τραγούδι…»

Η νέα περίοδος άνθησης σφραγίζεται με την εμφάνιση των Μ. Χατζιδάκι και Μ. Θεοδωράκη. Ο Γρ. Μπιθικώτσης επιλέγεται από τον Θεοδωράκη για να ερμηνεύσει τον «Επιτάφιο», έργο που ανοίγει ουσιαστικά το δρόμο για να περάσουν στη δισκογραφία έργα μεγάλων ποιητών.
Τραγούδια αυτής της περιόδου γίνονται σύμβολα του αγώνα και εμψυχώνουν τους εργαζόμενους και τους φοιτητές στις διαδηλώσεις και στις συγκρούσεις τους με την αστυνομία, ενώ στη δισκογραφία περνούν σπουδαία έργα, σπάζοντας το φράγμα της λογοκρισίας.Η «διαδρομή» ολοκληρώνεται με το τραγούδι στα χρόνια της δικτατορίας και την περίοδο, που ακολούθησε από τη μεταπολίτευση μέχρι τις μέρες μας. Γίνεται αναφορά σε συνθέτες, που δημιούργησαν τραγούδια με πολιτικό περιεχόμενο ή τραγούδια πολιτικής αμφισβήτησης και κοινωνικής κριτικής, καταθέτοντας σειρά έργων τους, που ακούγονταν σχεδόν ως «συνθήματα» από τα χείλη χιλιάδων διαδηλωτών σε πολιτικές ή εργατικές συγκεντρώσεις. Επίσης, σε δημιουργούς και ερμηνευτές, που είχαν και συνεχίζουν να έχουν τη δική τους συνεισφορά στο να διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού.
«Το τραγούδι, το αμεσότερο δημιούργημα κάθε λαού, που αντανακλά με τη μεγαλύτερη πειστικότητα την αντικειμενική πραγματικότητα, την ψυχοσύνθεση, τα προβλήματα, τις ανθρώπινες σχέσεις – με κυρίαρχο τον έρωτα – τις επιδράσεις των μικρών και μεγάλων γεγονότων στην καθημερινή ζωή, αποτέλεσε και εξακολουθεί ν’ αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία του πολιτισμικού εποικοδομήματος, που τροφοδοτεί με πληροφορίες τη σύνταξη της κοινωνικής ιστορίας κάθε τόπου», αναφέρεται στις πρώτες σελίδες της έκδοσης. Παράλληλα, υπογραμμίζεται πως ο κλοιός εξάρτησης της χώρας μας από τις μεγάλες δυνάμεις είχε δυσμενή αποτελέσματα σε όλους τους τομείς της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, μεταξύ άλλων και στη διάσωση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Το δημοτικό τραγούδι, χιλιόχρονη δημιουργία και συνδετικός κρίκος του λαού μας, περιφρονήθηκε από το ελληνικό κράτος, που προσπάθησε να το βάλει στο περιθώριο της ιστορίας, και διασώθηκε μόνο χάρη «στον πατριωτισμό των Ελλήνων», στο μόχθο, στην αγωνία, στο μεράκι ερευνητών και μελετητών. «Μετά από αυτή την αντιμετώπιση του επίσημου κράτους», αναφέρεται, «προς έναν από τους διαχρονικούς συνδέσμους της ιστορίας και της γλώσσας μας, όπως είναι το δημοτικό τραγούδι, είναι φανερό γιατί μέχρι σήμερα δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον σχετικά με το νεότερο μουσικό δημιούργημα του ελληνικού λαού, δηλαδή το αστικό λαϊκό τραγούδι στις διάφορες εκδοχές του, που αντιστοιχεί στην περίοδο δημιουργίας αστικού τρόπου ζωής στη χώρα μας. Η πλήρης αδιαφορία για τη συλλογή και ταξινόμηση των κάθε είδους υλικών, που σχετίζονται με το λαϊκό πολιτισμό από τους επίσημους φορείς, είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρχουν τα απαραίτητα αρχεία που θα τροφοδοτούσαν τους μελετητές. Η δημιουργία των Corpus είναι σήμερα κάτι περισσότερο από αναγκαία, από τη στιγμή που μειώνονται καθημερινά ακόμα και οι ζωντανές μαρτυρίες για τα σημαντικά γεγονότα που έζησε ο λαός μας τον τελευταίο αιώνα».
Σούλη Ρουμπίνη