Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Μετρώντας
μέρες πια μέχρι την έλευση του διακεκαυμένου Σεπτέμβρη και χωρίς την
πολυτέλεια των παρατεταμένων θερινών διακοπών για τους περισσότερους από
μας, ας εκμεταλλευτούμε τις ανάσες έστω μιας σχετικής αυγουστιάτικης
νηνεμίας, για να αποτιμήσουμε – με την όχι αναγκαστικά ανεπιθύμητη
χαλαρότητα – τη μετασυνεδριακή κατάσταση στο Σύριζα, επιχειρώντας και μιαν ορισμένη ανασύνταξη των σκέψεων και των προβληματισμών μας.
Στην έναρξη της προσυνεδριακής περιόδου
σημειώναμε την ανάγκη να διεξαχθεί ένα συνέδριο γειωμένο μέσα στις
κινηματικές αντιστάσεις, που θα μετάγγιζαν με σφρίγος τον εσωκομματικό
διάλογο και θα περιόριζαν τους «πειρασμούς» της άχαρης ομφαλοσκόπησης
περί τα «οργανωτικά», νοούμενων των τελευταίων ως στοχοποίηση του - εξ
ευωνύμων κατά προτίμηση - «εσωτερικού» εχθρού.
Το «άρωμα» κάτω πλατείας που εξέπεμψε το ραδιομέγαρο διαμόρφωσε τους καλύτερους οιωνούς για το πρώτο, υπενθυμίζοντας με νόημα ότι η ανατροπή θα έλθει μόνο ως αποτέλεσμα επίμονων και συνεχών αγωνιστικών επεισοδίων, με οργάνωση, κλιμάκωση και συντονισμό. Κι ως ένα σημείο υποβοήθησε την ουσιαστική πολιτικοποίηση του προσυνεδριακού διαλόγου.
Που όμως δεν κρατήθηκε ανέπαφος από την αντίρροπη «εσωστρέφεια»,
με ευθύνη φυσικά όσων επέμεναν να προτάσσουν ως κύριο ζητούμενο του
συνεδρίου το «ξεκαθάρισμα» και μιαν ορισμένου τύπου «εκβιασμένη»
ομογενοποίηση.
Στις σχετικά άμαζες – όσο και συνοπτικές - προσυνεδριακές συνελεύσεις
πραγματοποιήθηκε ένας ορισμένος προβληματισμός και διάλογος, κυρίως
εξαιτίας της ύπαρξης και παρουσίασης των εναλλακτικών κειμένων συμβολής.
Την ίδια στιγμή που οι εισηγητές του κειμένου της πλειοψηφίας εστίαζαν
αφενός στις λίστες και τις συνιστώσες και αφετέρου εξαντλούνταν σε μια
αντιπολιτευτική ρητορεία απέναντι στις τροπολογίες της υποτιθέμενης
εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Κι αυτή μάλιστα όχι χωρίς να αποφεύγονται
φτηνά στερεότυπα: για τον εθνικό απομονωτισμό τύπου Χότζα, για τη
δραχμοφοβία (μέχρι περί οικολογικής διάστασης του ευρώ ακούσαμε), για
φιλο-ΚΚΕ εμμονές, για την αναξιοπιστία του ΑΚΕΛ (από τους ίδιους μάλιστα
που το περσινό καλοκαίρι ανακάλυπταν αριστερά μνημόνια), ενώ φυσικά το
«σκονάκι» που κυκλοφορούσε, σε όλες του τις εκδοχές, περιείχε
απαραιτήτως τις γνωστές δηλώσεις του σ. Π.Λ. (μας τις σέρβιρε
μπαγιάτικες και ο σ. Μπετσιμέας εσχάτως) περί κυβερνητικής ετοιμότητας.
Παρά την περιορισμένη μαζικότητα, ωστόσο, των συνελεύσεων, στις εκλογικές διαδικασίες ξαναείδαμε μετά από μήνες το γνωστό πλέον φαινόμενο της αθρόας προσέλευσης μελών «μιας χρήσης»,
που απ’ ό,τι φαίνεται θα τα ξαναδούμε και πάλι στις επόμενες
εσωκομματικές εκλογές (μάλλον θα πρόκειται για την κατηγορία των
«περιφρουρημένων μελών», μιας και στους περισσότερους σ. των οργανώσεων
τα μέλη αυτά παραμένουν άγνωστα, κατηγορία που θα παρέλειψε για
ευνόητους λόγους ο σ. Ρούντι να συμπεριλάβει στις
διατάξεις του νέου καταστατικού). Τα οποία, βεβαίως, ανέδειξαν ευάριθμο
ποσοστό συνέδρων, ιδιαιτέρως ανησυχούντων για την ενότητα και την
ομοιογένεια του κόμματος, ώστε να διατηρήσουν την ανησυχία τους και
εντός των συνεδριακών διαδικασιών, εκδηλώνοντάς την μάλιστα δια
γιουχαϊσμάτων και ύβρεων.
Εν μέσω δε αυτού του διαμορφωμένου κλίματος, ζήσαμε και το παράδοξο (ή μήπως όχι;) να
προτείνεται εκ μέρους των θιασωτών του «ενιαίου και ξερό ψωμί» η
διεξαγωγή των εκλογών για την ανάδειξη της νέας Κ.Ε. με ξεχωριστά
ψηφοδέλτια. Μια επιλογή, όμως, που, εκ του αποτελέσματος, ήταν
εξαιρετικά ανεπιτυχής και ατελέσφορη – μιας και ο ανομολόγητος πλην
ξεκάθαρος και μονοσήμαντος στόχος του ψαλιδίσματος της επιρροής της
Αριστερής Πλατφόρμας έπεσε στο κενό.
Το συνέδριο ολοκληρώθηκε, ωστόσο μεγάλα ζητήματα παραμένουν ανοιχτά: η στρατηγική «αμηχανία» αποτυπώνεται στην επανάληψη των θέσεων της διακήρυξης της Π.Σ., χωρίς να γίνεται το παραμικρό προχώρημα. Η πολιτική απόφαση διατηρεί ισορροπίες ανάμεσα
σε διατυπώσεις επιδεχόμενες πολλαπλών ερμηνειών – όσο και ξεχειλωμάτων –
αλλά και στη διατήρηση ριζοσπαστικών αιχμών – οι οποίες βεβαίως στην
επικοινωνιακή εκφώνηση κεντρικών στελεχών της πλειοψηφίας αποσιωπούνται
εύγλωττα. Οι περίφημες προωθητικές συνθέσεις δεν έγιναν, με ολοφάνερη
αδυναμία εκ μέρους του πλειοψηφικού μπλοκ να τις διακινδυνεύσει,
εξαιτίας κυρίως της χαοτικής ιδεολογικής ανομοιογένειας στο εσωτερικό
του.
Η Αριστερή Πλατφόρμα βγήκε πολλαπλά κερδισμένη απ’ αυτό το συνέδριο.
Όχι μόνο λόγω της ανόδου της εκλογικής της καταγραφής στο κεντρικό
πολιτικό όργανο – στις δοσμένες συνθήκες η αύξηση κατά 20% των δυνάμεών
της στον εσωκομματικό συσχετισμό, την ίδια στιγμή που «εχθροί και φίλοι»
θα στοιχημάτιζαν για το αντίθετο, είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Όχι
μόνο γιατί οι εναλλακτικές της προτάσεις-τροπολογίες, που θα μπορούσαν
υιοθετούμενες να συγκροτήσουν το πλαίσιο μιας ουσιαστικής προωθητικής
σύνθεσης, συγκεντρώνουν ακόμη και σ’ αυτό το – τόσο ογκώδες όσο και
«πολυσυλλεκτικό» - σώμα του συνεδρίου την αποδοχή και στήριξη ενός
αρκετά έως και σημαντικά ευρύτερου της εκλογικής της καταγραφής
ποσοστού.
Αλλά
κυρίως γιατί, μέσα στις συνθήκες διεξαγωγής αυτού του συνεδρίου – και
ιδιαίτερα στις πιο «κρίσιμες» στιγμές του - εμπέδωσε και κατάκτησε ακόμη πιο αναβαθμισμένα χαρακτηριστικά ομοιογένειας, συντροφικότητας, αλληλεγγύης. Κατόρθωσε
όχι μόνο να αντέξει απέναντι στη στοχοποίηση, αλλά και να αναδείξει σε
ευρύτερα ακροατήρια πώς υπηρετείται η ενότητα. Πως ο σταθερός
προσανατολισμός αλλά και η αναγκαία περαιτέρω εμβάθυνση στο πρόγραμμα
και τους στόχους της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν είναι «τασική
σκλήρυνση», δεν είναι πρόσχημα για την εξυπηρέτηση προσωπικών
στρατηγικών, αλλά είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για την ανατροπή.
Στη μετα-συνεδριακή συνθήκη, ο ρόλος της Α.Π. είναι ακόμη πιο αναβαθμισμένος και από τα πράγματα πιο απαιτητικός.
Και προς τα «μέσα» και προς τα «έξω». Οφείλουμε να καταστήσουμε την
αφήγησή μας ακόμη πιο «καθολική», ακόμη πιο ελκτική. Συνειδητοποιώντας
το αυτονόητο, ότι δεν έχουμε – ούτε ακόμη και μέσα στο κόμμα - το
«μονοπώλιο» του αριστερού ριζοσπαστισμού. Ταυτόχρονα όμως, ας
αναδεχθούμε το ρόλο εκείνων που εξ αντικειμένου θα σηκώσουν το κύριο
βάρος της ευθύνης για την ευρύτερη ανασύνθεση του τοπίου, στην
κατεύθυνση της εναιομετωπικής στρατηγικής του κινήματος.
Θα ήταν πολυτέλεια, τουλάχιστον στο πλαίσιο του παρόντος σημειώματος, να σχολιάσουμε επί
μακρόν τις «ομοβροντίες» δηλώσεων και συνεντεύξεων εκ μέρους κεντρικών
στελεχών της πλειοψηφίας, οι οποίες κινούνται στην κατεύθυνση – κι ενώ
ακόμη δεν έχει στεγνώσει το μελάνι που γράφτηκε η πολιτική απόφαση του
συνεδρίου – της διολίσθησης και του ξεχειλώματος θέσεων και αποφάσεων. Ωστόσο
δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει της προσοχής ότι οι περισσότερες εξ
αυτών παρουσιάζουν ως κοινό παρονομαστή τα ζητήματα της «δημοσιονομικής
εξισορρόπησης». Πράγμα που είναι βέβαιο ότι θα το βρούμε μπροστά μας και
απαιτεί σοβαρή και μεθοδική προσέγγιση και απάντηση, καθώς αγγίζει τον
πυρήνα των επίδικων θεμάτων της «κυβερνητικής» μας πρότασης.
Όπως, επίσης, απαιτείται
μια πιο ολοκληρωμένη απάντηση σ’ αυτό που φαίνεται πως παγιώνεται ως
πολιτική μη-συμμαχιών της «νέας» ηγεσίας του Κ.Κ.Ε. και που εκδηλώνεται
με επιθέσεις προνομιακά απέναντι στην Α.Π. Η οποία – απάντηση –
κι αυτή παρέλκει λόγω των προτεραιοτήτων της περιόδου, που συνίστανται
στην επεξεργασία από τώρα, από χθες, μιας τακτικής του κινήματος
ενόψει του Σεπτέμβρη, με αιχμή τα σχολεία, που πρέπει και μπορούν να
γίνουν, όπως σημείωνε πρόσφατα ένας αγαπημένος σ., η ΕΦΕΕ του καιρού
μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου